ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης
857/2022
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών Νίκη Θεοδώρου, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του παρόντος Δικαστηρίου κα τη Γραμματέα Κωνσταντίνα Λαγκαδινού.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1. [•] [•] του [•] και της [•], κατοίκου Αθηνών, οδός [•] αριθμός [•] (ΑΦΜ [•]) και 2. [•] [•] του [•] και της [•] κατοίκου ομοίως Αθηνών, οδός [•] αριθμός [•] (ΑΦΜ [•]) οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Σπυρίδωνα Αδάμ και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακρροατήριο.
ΤΩΝ ΜΕΤΕΧΟΥΣΩΝ ΣΤΗ ΔΙΚΗ: 1. της ανώνυμης εταιρείας με την «[•]» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Σταδίου αριθμός [•] εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, 2. Του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ όπως το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.ΚΑ.) ως οιονεί καθολικού διαδόχου του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ (Ο.Α.Ε.Ε.)» που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Αμερικής αριθμός 12 και εκπροσωπείται νόμιμα, που προκατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του [•] [•] και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο και 3. Του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Διοικητή της ΙΓ ΔΟΥ Αθηνών, δυνάμει των άρθρων 46 κα 53 του ν. 4569/2018 (ΦΕΚ Α΄79/11.10.2018) που προκατέθεσε απόψεις και παραστάθηκε διά της από 15.11.2021 δήλωσης της Προϊσταμένης της ΙΓ ΔΟΥ Αθηνών [•] [•].
ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ: με την επωνυμία «[•] ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και το διακριτικό τίτλο «[•]» που εδρεύει στη [•] αριθμός [•] (αρ. ΓΕΜΗ [•], ΑΦΜ [•]) νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος δυνάμει της υπ’ αριθμ 207/1/29.11.2016 Απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 970/22-03-2017) ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ως διαδίκου μη δικαιούχου, δυνάμει των διατάξεων του ν. 4354/2015 (άρθρο 2 παράγραφος 4) της υπ’ αριθμ. 118/2017 Πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθμ. 153/08.01.2019 Πράξη στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «[•]» ([•]) με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (1-2 [•], [•] Road, [•] 4) κατά τα οριζόμενα στο από 18.06.2021 Ιδιωτικό Συμφωνητικό Διαχείρισης Απαιτήσεων, νομίμως καταχωρημένο στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, σύμφωνα με την παράγραφο 14 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003, όπως ισχύει, στον οποίο δικαιούχο της απαίτησης η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «[•]» και τον διακριτικό τίτλο «[•]» έχει μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 30.04.2020 Σύμβασης Μεταβίβασης Τιτλοποιούμενων Απαιτήσεων (όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών) και σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3156/2003 όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία προκατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της [•] [•] και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Οι αιτούντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 28.02.2019 αίτησή τους που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αύξοντα αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ [•]/[•]/28.02.2019, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για την δικάσιμο της 04.05.2020, πλην όμως επαναπροσδιορίστηκε ηλεκτρονικά στην πλατφόρμα της ΕΓΔΙΧ με αριθμό αίτησης [•]/15.07.2021 κατά τις διατάξεις του ν. 4745/2020, έλαβε από την Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ [•]/[•]/08.10.2021 και δυνάμει της με αριθμό 15/2022 Πράξης της Προέδρου ορίστηκε προς εκδίκαση στην δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Η κυρίως παρεμβαίνουσα εταιρεία ζητά να γίνει δεκτή η με κατατεθείσες προτάσεις της, ασκηθείσα παρέμβαση της, για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτές.
Κατά την ανωτέρω ορισθείσα δικάσιμο, η υπόθεση αυτή εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά του σχετικού ειδικού πινακίου και συζητήθηκε, οι δε πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθένων διαδίκων τους ισχυρισμούς τους διά των κατατεθεισών εγγράφων προτάσεών τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 04.05.2020 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη καθ’ ης. Περαιτέρω, καθώς η προαναφερόμενη καθ’ ης είναι θεσμική πιστώτρια, η ηλεκτρονική αίτηση επαναπροσδιορισμού της αίτησης κοινοποιήθηκε προς αυτήν μέσω της ηλεκτρονικής διευθύνσεως που είχε δηλώσει, όπως αποδεικνύεται από την από 08.10.2021 Βεβαίωση κοινοποίησης του περιεχομένου της αίτησης που εξέδωσε η ΕΓΔΙΧ (άρθρ. 4ΣΤ παρ. 1 ν. 4745/2020). Τούτων δοθέντων, αφού η ανωτέρω καθ’ ης δεν προέβη σε προκατάθεση προτάσεων, πρέπει να δικασθεί ερήμην και η συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (βλ. άρθρ. 754 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την Αιτιολογική Έκθεση ν. 4335/2015, που τροποποίησε τον ΚΠολΔ, σελ. 35 αυτής).
Ι. Από την γενική αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ., αντλούνται τρία διακριτά κανονιστικά προτάγματα: α) η αξίωση για ισονομία, δηλαδή η ίση εφαρμογή των Νόμων σε όλους β) η αξίωση για ρύθμιση γενική και αφηρημένη και γ) η αξίωση για ίση μεταχείριση όλων των όμοιων περιπτώσεων από το Νομοθέτη. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεσμεύει και τον ίδιο το Νομοθέτη, η μη συμμόρφωση του οποίου ελέγχεται δικαστικά, καθώς με το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. θεμελιώνεται όχι μόνον η ισότητα των πολιτών απέναντι στο Νόμο, αλλά και η ισότητα του Νόμου απέναντι στους πολίτες. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων, και όχι έλεγχος των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, δεν εξετάζεται η σκοπιμότητα θέσπισης μιας διάταξης Νόμου, αλλά εξετάζεται από τα Δικαστήρια, αυστηρώς και μόνον, η παραβίαση των ορίων που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου με αξιολογικά κριτήρια, όσο και κατά την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά και συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. Κοφίνης στο Συλλογικό Έργο «Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδ. Σάκκουλα, 2017, σελ. 54-55). Η ισότητα του νόμου απέναντι στους πολίτες συνίσταται στην δέσμευση του νομοθέτη, κατά την ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μην μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας εν γένει διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι επιβάλλεται από λόγους γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος η συνδρομή των οποίων υπάγεται στον έλεγχο των Δικαστηρίων. Συνεπώς αν με νόμο προβλεφθεί δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μια ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί από την ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που δικαιολογεί την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική (βλ. K Χρυσόγονος «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ. 117- 118 και 120, ΣτΕ 2153/1989 ΔικΔικ 1990, σελ 72 ΑΟ 1222/1998, ΕλλΔνη 1994 σελ 1513, ΑΠ 337/1997 ΝΟΒ 1998 σελ 1244.) Περαιτέρω, δημόσια βάρη είναι οι άνευ ειδικού ανταλλάγματος χρηματικές παροχές των ιδιωτών προς το Κράτος. Από την διάταξη του άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. συνάγεται ότι οι φορολογικοί νόμοι δεν μπορούν να προβαίνουν σε αδικαιολόγητες διακρίσεις ή να επιβαρύνουν δυσανάλογα και υπέρμετρα ορισμένους πολίτες ή κατηγορίες πολιτών. Η αρχή της φορολογικής ισότητας που καθιερώνεται στο αμέσως ανωτέρω άρθρο, επιβάλλει την όμοια φορολογική μεταχείριση ατόμων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες οικονομικές συνθήκες (οριζόντια φορολογική ισότητα) και την ανόμοια μεταχείριση εκείνων που βρίσκονται κάτω από διαφορετικές συνθήκες (κάθετη φορολογική ισότητα), έτσι ώστε να μην είναι συνταγματικά ανεκτή ούτε η άνιση μεταχείριση όμοιων περιπτώσεων ούτε η ίση ανόμοιων (βλ Γκέρτσος στο Συλλογικό Έργο «Σύνταγμα Κατ’ άρθρο ερμηνεία», εκδ. Σάκκουλα, 2017, σελ. 1210, Φινοκαλιώτης «Φορολογυςό Δίκαιο», εκδ. Σάκκουλα, 1999, σελ 140). Η ίδια ως άνω διάταξη προσδιορίζει τι μπορεί, αλλά και τι πρέπει να αποτελεί κριτήριο διαφορετικής μεταχείρισης και τούτο είναι οι δυνάμεις, δηλαδή οι οικονομικές δυνατότητες του πολίτη. Στο κριτήριο αυτό θα μπορούσαν να προστεθούν και ορισμένα άλλα, που ρητά και με σαφήνεια προβλέπει το ίδιο το Σύνταγμα, όπως η προστασία της οικογένειας, των αναπήρων, πασχόντων και απόρων και η φροντίδα για την απόκτηση πρώτης κατοικίας από όσους την στερούνται (άρθρ. 21 Συντ.), καθώς και η προαγωγή της οικονομίας ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών (άρθρ. 106 παρ. 1 Συντ.). Ειδικότερα, μάλιστα, από την υποχρέωση του Κράτους για περίθαλψη των απόρων μπορεί να συναχθεί έμμεσα επιχείρημα υπέρ της φοροαπαλλαγής ενός ελάχιστου ορίου συντήρησης ήτοι διαφορετικής αντιμετώπισης των οικονομικά ασθενεστέρων με βάση αντικειμενικά κριτήρια κόστους ζωής (Φορτσάκη, Φορολογικό Δίκαιο, 2003, σελ. 112, ΑΠ 206/1995, ΤΟΣ 1996 σελ 805). Εξάλλου, ο συνταγματικός Νομοθέτης, συμπληρώνοντας την ανωτέρω αρχή της ισότητας στα δημόσια βάρη, ορίζει στην διάταξη του άρθρου 78 παρ. 1 Συντ. τα στοιχεία από τα οποία, και μόνον, μπορεί να τεκμαρθεί φοροδοτική ικανότητα (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες και συναλλαγές, βλ, Κοφίνης ό.π., σελ 66, Γκέρτσος ό.π. σελ 1210 και Φινοκαλιώτης- Μπάρμπεις «Δημόσια Οικονομικά Φόροι-Δημόσια Δάνεια», εκδ. Σάκκουλα, 2001, σελ 64-65). Ωστόσο, άλλα κριτήρια, εκτός από αυτά, δεν μπορούν να αποτελέσουν θεμιτό λόγο διαφορετικής μεταχείρισης καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η διάταξη της παρ. 5 του άρθρ. 4 Συντ. θα έχανε, μέσω της ερμηνείας της, το ιδιαίτερο κανονιστικό της περιεχόμενο. Συνεπώς, οι φορολογικές απαλλαγές έστω κι αν κρίνονται θεμιτές, δεν παύουν να συνιστούν εξαίρεση από τον κανόνα της ισότητας στα δημόσια βάρη και, συνεπώς, οφείλουν να ερμηνεύονται στενά, καθώς μόνο συγκεκριμένη ρητή συνταγματική πρόβλεψη θα μπορούσε να τις δικαιολογήσει (βλ. Χρυσόγονος όπ, σελ. 142-144). Το ποσό των μηνιαίων δόσεων δανειολήπτη έναντι τραπεζικής εταιρείας προς εξυπηρέτηση δανειακών του υποχρεώσεων δεν προαφαιρείται από το εισόδημά του, αλλά, απλώς, συνεκτιμάται ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη και ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας της περιουσίας του και των συνθηκών διαβίωσής του (βλ., ενδεικτικά, ΜΠρΑΘ 3272/2016 αδημ.). Προς τούτο, δηλώνεται ετησίως στο Ε-1 που υποβάλλει κάθε φορολογούμενος και δη στους κωδικούς 727-728 (δαπάνη για την τοκοχρεωλυτική απόσβεση δανείων οποιοσδήποτε μορφής) του Πίνακα 5 παρ. 2 (Προσδιορισμός Ετήσιας Αντικειμενικής Δαπάνης). Με την παρ. 2 του άρθρ. 1 ν.3869/2010, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το ν.4336/2015, στο πεδίο εφαρμογής του ν.3869/2010 περιλαμβάνονται και οι βεβαιωμένες οφειλές στην Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦ.Δ.), τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕ.Δ.Ε.) και τον Τελωνειακό Κώδικα, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τις επιβαρύνουν, αρκεί οι οφειλές αυτές να συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες πιστωτές, δηλαδή, κατά κύριο λόγο, με οφειλές προς τράπεζες. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρ. 11 ν. 3869/2010, εφόσον ο οφειλέτης καταβάλλει το σύνολο των δόσεων που ορίζονται στο πλαίσιο των παρ. 2 του άρθρ. 8 και παρ. 2 του άρθρ. 9 ν.3869/2010, θα απαλλαγεί από το υπόλοιπο των οφειλών του, ανεξαρτήτως του ύψους τους, διασώζοντας τόσο το ακίνητο που αποτελεί την κύρια κατοικία του, όσο και λοιπά περιουσιακά του στοιχεία, η εκποίηση των οποίων δεν κρίθηκε απαραίτητη από το αρμόδιο Δικαστήριο (λ.χ. αυτοκίνητα, δυσχερώς ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, όπως ποσοστά επί αγροτεμάχιών κλπ). Ωστόσο, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 ν.3869/2010, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, είναι προδήλως αντισυνταγματική, καθώς εισάγει ως προϋπόθεση για την απαλλαγή του πολίτη από φόρους τους οποίους υποχρεούται να καταβάλλει, την ιδιότητα του αιτούντος την απαλλαγή από τον φόρο ως οφειλέτη προς ιδιώτη πιστωτή και, πιο συγκεκριμένα, ως οφειλέτη έναντι τραπεζικής εταιρείας. Το κριτήριο αυτό δεν είναι συνταγματικώς ανεκτό, καθώς δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που μπορούν να αποτελέσουν λόγο διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης. Επιπλέον, η με τον οριζόμενο στο ν. 3869/2010 απαλλαγή του αιτούντος από τις φορολογικές του υποχρεώσεις δεν γίνεται στην βάση γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, αλλά εντελώς αυθαίρετων, μάλιστα ο ν. 4336/2015, ο οποίος επέφερε την ανωτέρω τροποποίηση στο άρθρο Ι παρ. 2 ν.3869/2010, δεν συνοδεύεται από Αιτιολογική Έκθεση. Τέλος, η διάταξη αυτή αντίκειται στην αρχή της ισότητας του φόρου, καθώς δεν επιβάλλει ενιαία φορολογική μεταχείριση σε πολίτες οι οποίοι βρίσκονται στην αυτή προσωπική, οικογενειακή και εισοδηματική κατάσταση, αλλά θέτει αδικαιολόγητα όσους υπάγονται στην ανωτέρω διάταξη σε οικονομική κατάσταση ευνοϊκότερη από αυτήν των άλλων φορολογουμένων (βλ. ΕιρΑΘ 1588/2016 αδημ). Πιο συγκεκριμένα, ο αιτών την υπαγωγή του στο ν.3869/2010 θα δύναται να απαλλαγεί ως ακόμα και σχεδόν από το σύνολο του αναλογούντος σε αυτόν φόρου, σε αντίθεση με τον πολίτη που βρίσκεται σε όμοια εισοδηματική, περιουσιακή και οικογενειακή κατάσταση με τον αιτούντα την υπαγωγή στο ν.3869/2010, πλην όμως δεν οφείλει χρηματικά ποσά εκ δανείων που τυχόν συνήψε με τραπεζικές εταιρείες και ο οποίος θα κληθεί να καταβάλλει το συνολικό ποσό του αναλογούντος σε αυτόν φόρου με τις τυχόν προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής που τον επιβαρύνουν.
ΙΙ. Περαιτέρω, το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του κράτους, εξ ου και η ανάθεση της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως αποτελεί εγγύηση έναντι των υπόχρεων σε καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, καθώς η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια επικουρική) περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου των Ο.Κ.Α, δηλαδή για τη βιωσιμότητα τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων. Λόγω δε αυτής της ύψιστης σημασίας των ασφαλιστικών εισφορών, ως θεσμική εγγύηση και θεμέλιος λίθος χρηματοδότησης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, για την είσπραξη τους έχουν θεσπιστεί ειδικές διαδικασίες διοικητικού χαρακτήρα, ΚΕΔΕ, σύντομες προθεσμίες ενώπιον Διοικητικών Δικαστηρίων κλπ. Η είσπραξη των εισφορών, όπως έχουν νομοθετικά θεσπιστεί-και από της θεσπίσεως τους-παράγουν κοινωνικό δικαίωμα ασφαλιστικών παροχών και λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν την «εισφοροδοτική αμνηστία» των πολιτών εκείνων που δεν καταβάλουν τις εισφορές τους, καθώς αυτή βάλλει ευθέως στην ισότιμη μεταχείριση των συνεπών ασφαλισμένων, ενώ η συνεπαγόμενη «χρεωκοπία των Ασφαλιστικών Ταμείων» θίγει τον Συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον ασφαλισμένο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια- Θέσπιση μέτρων, που τα ως άνω συνταγματικά όρια αντίκεινται προφανώς στις Συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αποτελεί κρατική παρέμβαση που εκφεύγει της συνταγματικής εξουσιοδότησης του άρθρου 106 παρ. 1. Ενώ αντιθέτως όπου, κατά παρέκκλιση και για λόγους δημοσίου συμφέροντος εισήγαγε ο νομοθέτης εξαίρεση από τις ως άνω αρχές (βλ. τη διάταξη της παρ. Ι του άρθρου 44 του ν. 2556/97 «μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής, διασφάλιση εσόδων ΙΚΑ κλπ.»), ειδικά για τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης κυρίας και επικουρικής, όρισε ότι η συμφωνία επιχείρησης με τους πιστωτές της ισχύει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία έχει εξασφαλιστεί η κάλυψη των οφειλόμενων εισφορών προς αυτούς. Δηλαδή προϋποθέτει εξασφάλιση της οικονομικής καλύψεως των οφειλόμενων προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης εισφορών, ώστε να μην επιδεινωθεί η ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση των οργανισμών αυτών, πράγμα που σε τελική ανάλυση επιβαρύνει την εθνική οικονομία, κλονίζει τη βιωσιμότητα των οργανισμών αυτών και καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους προς τους ασφαλισμένους συνταξιούχους τους (ΟλΑΠ 1/2000 ΕλλΔνη 41. 31). Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων στην Ελλάδα εκδηλώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει σχετικά ότι «το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με το άρθρο αυτό κατοχυρώνεται μια θεσμική εγγύηση, που οριοθετεί τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη. Η εγγύηση αυτή διασφαλίζει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης παρεμποδίζοντας την αλλοίωση του οργανωτικού πυρήνα του, χωρίς όμως να αποκλείεται η αναδιάρθρωσή του, η αυστηροποίηση των προϋποθέσεων απονομής ασφαλιστικών παροχών, το ύψος ή η έκτασή τους. Συνεπώς ο κοινός νομοθέτης οφείλει να παραμείνει σύμφωνος με τις βασικές αρχές, οι οποίες είναι σύμφυτες με την οργάνωση της κοινωνικής ασφάλισης και προσδίδουν τη διαχρονική ταυτότητα του θεσμού αυτού. Η πολιτειακή εγγύηση του θεσμού τηε κοινωνικής ασφάλισης διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, που στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές βάσεις και υποχρεώνει το νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικές ρυθμίσεις με γνώμονα την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης. Εν προκειμένω, με την επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, ο νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα σε μία κατηγορία ασφαλισμένων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης ειδικότερα σε των οποίων οι οφειλές έναντι των εν λόγω οργανισμών (από ασφαλιστικές εισφορές) συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες πιστωτές να ζητήσουν και πιθανώς να επιτύχουν ως ακόμα και την πλήρη διαγραφή των οφειλόμενων ασφαλιστικών τους εισφορών. Ωστόσο, οι ασφαλισμένοι είναι υποχρεωμένοι καθ’ όλη τη διάρκεια της ασφαλιστικής τους σχέσεως να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές τους εισφορές και τούτο προκειμένου να θεμελιώσουν, σε συνδυασμό και με άλλες προϋποθέσεις (όπως η συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας) συνταξιοδοτικά και άλλα δικαιώματα. Η τυχόν διαγραφή οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, θα οδηγούσε και σε αντίστοιχη απώλεια του απαιτούμενου για την θεμελίωση των ανωτέρω δικαιωμάτων, ασφαλιστικού χρόνου (ΕιρΑθ 464/2017, αδημ). Επομένως με την ένταξη των ασφαλιστικών οφειλών προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης στο άρ. 1 παρ. 2 εδ. β’ ν. 3869/2010 παραβιάζεται ευθέως η πολιτειακή εγγύηση που κατοχυρώνεται στο άρ. 22 παρ. 5 Συντάγματος και αφορά το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, η οποία διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών και υποχρεώνει το νομοθέτη να προβαίνει σε ειδικές ρυθμίσεις, με γνώμονα πάντα την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την προαγωγή της ίδιας της κοινωνικής ασφάλισης. Για όλους τους ως άνω λόγους, η διάταξη αυτή ανίσχυρη, επειδή κρίνεται αντισυνταγματική από το παρόν Δικαστήριο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται έτσι η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, την οποία θεσπίζουν τα άρ. 1, 26, 73 επ. και 87 επ. Σ (ΟλΑΠ 3/2013, 46/2005, 9/2004, Δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Πρέπει δε να σημειωθεί ότι όσον αφορά τα χρέη προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης προηγήθηκε της μεταρρύθμισης του ν. 3869/2010 με το ν. 4336/2015 ειδικός νόμος γενναίας περικοπής (άρ. 10 ν. 4374/2016), με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα στα αναφερόμενα σε αυτόν πρόσωπα να προβούν σε ρυθμίσεις για την ελάφρυνση του χρέους τους προς τους φορείς αυτούς (ΕιρΑθ 774107129/2016, ΕιρΑθ 1588/Φ4348/20Ι6, αδημ)
Οι αιτούντες, με την κρινόμενη αίτησή τους, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας κα μόνιμη αδυναμία των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς τις πιστώτριές τους ζητούν την ρύθμιση των οφειλών τους προς τις μετέχουσες καθ’ ων, με την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας τους σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν, και αφού ληφθούν υπόψη η προσωπική, εισοδηματική και περιουσιακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή τους απ’ αυτές και την αναγνώριση της απαλλαγής τους από τα χρέη.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.06.2ΟΙ3), οι τροποποιήσεις του νόμου αυτού στις διατάξεις του ν. 3869/2010 ισχύουν από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου μετά τη δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφαρμόζεται η προδικασία, που ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτά και αρμόδια φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο καθ’ ύλην κα κατά τόπον αρμόδιο, εφόσον οι αιτούντες κατοικούν στην περιφέρειά του, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρ. 741 ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010), εφόσον τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το νόμο προδικασία με την αποτυχία του προδικαστικού συμβιβασμού, δοθέντος ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης των οφειλκ6ν από τους καθ’ ων και δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση των αιτούντων ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί άλλη απόφαση ρύθμισης με απαλλαγή από τις οφειλές τους, ή οριστική απόφαση που απέρριψε προγενέστερη αίτηση τους λόγω δόλου ως προς την περιέλευσή τους σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, ή λόγω δόλιας παράβασης του καθήκοντος της αλήθειας (άρθ. 61 παρ. 1 ν. 4549/18), ή απορριπτική απόφαση προγενέστερης αίτησης για ουσιαστικούς λόγους, ή απόφαση που διέταξε την έκπτωση τους για τους λόγους του αρθ. ΙΙ παρ. 2, ή απόφαση περί μη απαλλαγής του κατ’ άρθ.. 11 παρ. 1, ή περί έκπτωσης τους για τους λόγους που αναφέρονται στο αρθ. 10 παρ. 1 και 2. Γίνεται μνεία ότι προσκομίζονται οι προβλεπόμενες από τον ν. 3869/2010 Υπεύθυνες Δηλώσεις των αιτούντων που υποβλήθηκαν στον φάκελο που τηρείται στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου. Είναι δε, με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, πλήρως ορισμένη, καθότι εκτίθενται σε αυτήν όλα τα απαραίτητα εκ του νόμου στοιχεία α) ότι οι αιτούντες είναι φυσικά πρόσωπα στερούμενα πτωχευτικής ικανότητας και βρίσκονται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής επ’ αφορμή έστω και μιας εκ των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους β) η κατάσταση της περιουσίας τους και των εισοδημάτων τους γ) η κατάσταση των πιστωτών τους και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και δ) σαφές και ορισμένο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών τους και αίτημα δικαστικής ρύθμισης επί αποτυχίας δικαστικού συμβιβασμού. Πέραν δε των παραπάνω στοιχείων, ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για το ορισμένο της εν λόγω αιτήσεως (Α Κρητικός ρύθμιση v. 3869/2010, σελ 64 και Ε. Κιουπτσίδου Αρμ. 64 – Ανάτυπο σελ. 1.477, Ειρ.Θεσ. 5105/2011, ΤΝΠ— ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με τους ν. 4336/2015, 4346/2015 και 4549/2018, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτή περιστατικά, συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής των αιτούντων στις ρυθμίσεις του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, στερούμενα πτωχευτικής ικανότητας τα χρέη τους δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχουν ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους. Μη νόμιμο τυγχάνει όμως, το αίτημα αναγνώρισης της απαλλαγής τους από τα χρέη, αφού σύμφωνα το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 3869/2010 η απαλλαγή του οφειλέτη, πλέον, μετά την τροποποίηση του άρθρου αυτού με το άρθρο 68 παρ. 14 του ν. 4549/2018, επέρχεται αυτοδικαίως με την πάροδο του χρόνου της ρύθμισης και την κανονική εκτέλεση των υποχρεώσεων που επιβλήθηκαν με την απόφαση ρύθμισης. Ακόμα, όσον αφορά το αίτημα για υπαγωγή στη ρύθμιση των οφειλών των αιτούντων προς το δεύτερο καθ’ ου ΕΦΚΑ και το τρίτο καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο, η αίτηση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, κατ’ αυτεπάγγελτο έλεγχο του νόμω βασίμου της αίτησης από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καθώς οι διατάξεις που προβλέπουν την υπαγωγή των χρεών αυτών στο ρυθμιστικό πεδίο του ν. 3869/2010 είναι ανίσχυρες, ως αντισυνταγματικές. Επομένως η κρινόμενη αίτηση κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «[•]» με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της, άσκησε κύρια παρέμβαση, επικαλούμενη έννομο συμφέρον ως διαχειρίστρια απαιτήσεων, εντολοδόχος, ειδικός 7θ„ηρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος της εταιρίας με την επωνυμία «[•]» δυνάμει του από 18.06.2021 Ιδιωτικού Συμφωνητικού Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 22.06.2021 με αριθμό Πρωτοκόλλου 208/22-06-2021 στον τόμο 12 και αύξοντα αριθμό 198 και του υπ’ αριθμ. 46041/15-06-2021 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Θ. Στεφανάκου, στην οποία ([•]) μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «[•] ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ», καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «[•] ΕΤΑΙΡΙΑ» (ΑΦΜ [•], ΓΈΜΗ [•]), κατόπιν διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία, εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την υπ’ αριθμ πρωτ. 45089/16-04-2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ και δημοσιεύτηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με υπ’ αριθμ πρωτ. 45116/16-04-2021, 45123/1604-2021 και 103127/16-04-2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου 162/30.04. 2020 στον τόμο ΙΙ και αύξοντα αριθμό 109, όπως τροποποιήθηκε με την από 1904/2021 με αριθμό πρωτοκόλλου 129/20.04.2021 πράξη που καταχωρήθηκε στον τόμο 12 με αύξοντα αριθμό 119, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3Ι56/2003 κα του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και δυνάμει της από 30-04-3030 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων με αριθμό πρωτοκόλλου 162/30.04.2020 που καταχωρήθηκε στον τόμο 11 και αύξοντα αριθμό 110 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών και τροποποιήθηκε δυνάμει της από 19-04-2021 με αριθμό πρωτοκόλλου 130/20-04-2021 πράξης που καταχωρήθηκε στον τόμο 12 με αύξοντα αριθμό 120 ως και των υπ’ αριθμ. 44960/30-042020 και 45896/19-04-2021 Ειδικών Πληρεξουσίων του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Θ. Στεφανάκου. Η ανωτέρω παρεμβαίνουσα, η οποία και μόνο νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, το δε δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τη δικαιούχο της απαίτησης αλλοδαπή εταιρεία, ζητά να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, άλλως επικουρικά την ρευστοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των αιτούντων και την καταδίκη τους στην δικαστική της δαπάνη και την αμοιβή της πληρεξουσίου δικηγόρου της. Η ασκηθείσα κύρια παρέμβαση, παραδεκτά ασκήθηκε με τις προτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 4ΙΑ, 4Η του ν. 4745/2020 και είναι νόμιμη (άρ. 79 και 741 ΚΠολΔ) καθόσον είναι πρόδηλο το έννομο συμφέρον της κυρίως παρεμβαίνουσας (άρθ. 8 παρ. 1 περ. γ ν. 3869/10), λόγω της επελθούσας μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας ειδικής διάδοχης στις ένδικες απαιτήσεις της μετέχουσας τράπεζας με την επωνυμία «[•] ΑΕ.» κατά των αιτούντων, των οποίων ζητείται η στις διατάξεις του ν. 3869/10, και συνεπώς πρέπει, συνεκδικαζόμενη με την αίτηση (άρθρ. 741 ΚΠολΔ σε συνδ. τα άρθρ. 246 και 591 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα), να ερευνηθεί περαιτέρω και στην ουσία της.
Με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου Ι του ν. 3869/2010, ορίζεται ότι «φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής». Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Η μόνιμη αδυναμία πληρωμής μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια όπως, π.χ. απόλυση από την εργασία του περιέλευση σε κατάσταση ανεργίας χωρίς να διαφαίνεται επί του παρόντος δυνατότητα για ανάληψη νέας εργασίας. Η αδυναμία πληρωμής κατά κανόνα είναι πραγματικό ζήτημα, το οποίο δύναται να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, από τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον (ΕτρΝικ 3/2011 ΤΝΠ Ισοκράτης). Αδυναμία πληρωμής υπάρχει όταν οι οικονομικές δυνατότητες του δανειολήπτη αδυνατούν να καλύψουν τα ληξιπρόθεσμα χρέη του. Είναι πρόδηλο ότι ως αδυναμία πρέπει να εκληφθεί η έλλειψη επαρκών μετρητών χρημάτων στη διάθεση του οφειλέτη ώστε να αποπληρωθεί το σύνολο των χρεών. Πρόκειται για έλλειψη ρευστότητας ή ανεπάρκεια αυτής. Πράξεις δε που φανερώνουν μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη για την εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματατικών οφειλών του μπορούν ενδεικτικά να αποτελέσουν: Διαμαρτυρικά για μη πληρωμή, επιταγές μη πληρωθείσες κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση προς πληρωμή, διαταγές πληρωμής πιστωτικών τίτλων, τελεσίδικες καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις, αιτήματα του οφειλέτη διατυπωμένα σε επιστολές προς τους δανειστές για φιλικό διακανονισμό, συμφωνίες που περιέχουν εξώδικο συμβιβασμό που δεν κλπ (βλ. Αθ. Κρητικού «Ρύθμιση των οφειλών υποχρεωμένων φυσικών προσώπων ν. 3869/2010» παράγραφοι 5, 6 και 13). Στοιχείο της ύπαρξης της αδυναμίας πληρωμής δεν αποτελεί η μείωση των εισοδημάτων του οφειλέτη κατά τον χρόνο που παύει τις πληρωμές του, αρκεί το αντικειμενικό γεγονός της μόνιμης αρνητικής σχέσης εσόδων και ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από τον λόγο εμφάνισης της σχέσης αυτής. Η αδυναμία πληρωμών μπορεί να οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή των οφειλετών. Δεν προκύπτει αδυναμία πληρωμών αν ο οφειλέτης έχει υψηλό ετήσιο εισόδημα, που του επιτρέπει την ικανοποίηση των χρεών του. Είναι αρνητική ένδειξη για την αδυναμία πληρωμών το γεγονός ότι ο οφειλέτης δεν έχει υποστεί εργασιακές αλλαγές ή μειώσεις εισοδήματος ή το γεγονός ότι ικανοποιούσε τις πληρωμές στο παρελθόν με τα ίδια εισοδήματα ή μικρότερα (ΕτρΝικ 27/2012, ΕτρΚορ 104/2012). Η αδυναμία πληρωμών πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης και να διατηρείται μέχρι και τη συζήτηση στο ακροατήριο. Η διατύπωση του άρθρου είναι τέτοια («έχουν περιέλθει»), ώστε να αποτελεί η κατάσταση αυτή συστατική προϋπόθεση ακόμα και για την κατάθεση της αίτησης και όχι μόνο για τη συζήτησή της ή για την τελική δικαστική ρύθμιση. Η κατάσταση αυτή, επομένως, πρέπει να υπάρχει ήδη κατά την κατάθεση της αίτησης, να διατηρείται μέχρι τη συζήτησή της στο Ειρηνοδικείο και έπειτα στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αν εφεσιβληθεί η απόφαση. Σε περίπτωση που ενδιαμέσως εξέλθει ο οφειλέτης από την κατάσταση αυτή, δεν θα υπαχθεί στην διαδικασία του ν. 3869/2010, καθώς θα δύναται πλέον να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των πιστωτών του αυτοδύναμα, χωρίς την δικαστική επέμβαση του παραπάνω Νόμου (βλ. ΕιρΑθ 390/2015 όπ και 468/2015 αδημ). Περαιτέρω, ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από την γενική θεωρία του αστικού δικαίου (ΑΠ 59/2021 ΤΝΠ Ισοκράτης). Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος προβλέπεται στην διάταξη του άρθρου 330 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσης του από δόλο ή αμέλεια δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές». Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. Ι ΠΚ., που ορίζει ότι «Με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξεως. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται». Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που «θέλει» την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεως του και, παρά ταύτα, δεν εγκαταλείπει αυτήν. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεως του και το «αποδέχεται» (ΟλΑΠ 4/2010, ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 297/2007). Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφισταμένη ενοχή (ΑΠ 677/2010). Δόλο, κατά συνέπεια, συνιστά η περίπτωση εκείνη του δράστη κατά την οποία επιδοκιμάζει, δηλαδή προβλέπει, το αποτέλεσμα ως ενδεχόμενο και τελικά το αποδέχεται (ΑΠ 59/202] ΤΝΠ Ισοκράτης). Ο δόλος σχετίζεται και αφορά πάντα πράξη και αυτή θα είναι η απαγορευμένη από το δίκαιο στον δράστη αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως ή γενικότερα αδικοπραξία Κλπ. Μεταξύ των εννοιολογικών στοιχείων του δόλου είναι και η πρόβλεψη του δράστη ότι η συμπεριφορά του θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκπλήρωση της υποχρεώσεως του ή θα προκαλέσει το γεγονός της αδυναμίας παροχής του, συνείδηση, δηλαδή του δράστη για τον κίνδυνο επελεύσεως των αποτελεσμάτων αυτών. Για τα ανωτέρω αρκεί και απαιτείται η πρόβλεψη και η αποδοχή του παρανόμου αποτελέσματος σε γενικές γραμμές και κατά τα γενικά ουσιώδη γνωρίσματα του.
Η ακριβής έκταση της ζημίας οι λεπτομέρειες ή οι ιδιότητες του προσβαλλόμενου αγαθού και οι λοιπές περιστάσεις που καθορίζουν το μέγεθος της προσβολής δεν απαιτείται να προβλέπονται σαφώς, τουλάχιστον στον βαθμό που δεν ανάγονται από το νόμο σε κρίσιμα για την ύπαρξη της ευθύνης περιστατικά, Στην περίπτωση του ν. 3869/2010 ο νόμος χρησιμοποιεί την έννοια του δόλου και την συνδέει με μια πραγματική κατάσταση, που είναι η μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Περαιτέρω, από την διατύπωση της παραγράφου 1 εδάφ. α’ του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο αναλήψεως της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη αυτής Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι Οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 59/2021 ΤΝΠ Ισοκράτης). Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον, ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωση του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτηση τους, είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017). Η τελευταία περίπτωση συντρέχει και όταν ο οφειλέτης, εν γνώσει του, χειροτερεύει την οικονομική του θέση με τρόπο που δεν συνάδει με την περιουσία του, το εισόδημα του και τη γενικότερη θέση του και συγκεκριμένα όταν δεν φροντίζει για τη διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του και τη σωστή διαχείριση του ή όταν προβαίνει σε κατασπατάληση του εισοδήματος του ή των περιουσιακών του στοιχείων, με αποτέλεσμα να μειώνει τη δυνητική ροή ρευστότητας που διαθέτει. Εξάλλου, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο δόλος του οφειλέτη πρέπει να συνδέεται με την πρόκληση της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας να εξοφλήσει τα χρέη του, δηλαδή η πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας πρέπει να οφείλεται σε δόλο του. Όπως, εξάλλου, προκύπτει από την πρόβλεψη του εδαφίου β’ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου Ι του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι’ αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (πρβλ άρθρο 262 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ) και να τον αποδείξει (ΑΠ 286/2017, ΑΠ 153/2017, ΑΠ 65/2017). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και, επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 του ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής ληξιπρόθεσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών του και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού, κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, προέβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 59/2021, ΑΠ Ι 174/2019, ΑΠ 515/2018).
Η κυρίως παρεμβαίνουσα με τις κατατεθείσες προτάσεις της, αιτείται την απόρριψη της αιτήσεως ως αόριστης, ισχυρισμός που κρίθηκε ανωτέρω, νόμω και ουσία αβάσιμης, την ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των αιτούντων και προβάλλει την ένσταση ανειλικρίνειας των αιτούντων, διότι το οικογενειακό εισόδημα τους δεν επαρκεί για την κάλυψη του ποσού των αναγκαίων βιοτικών δαπανών τους και συνεπώς διαθέτουν επιπλέον προσόδους τις οποίες αποσιωπούν. Η ένσταση αυτή παραδεκτά προτείνεται και είναι νόμιμη και θα κριθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Περαιτέρω η κυρίως παρεμβαίνουσα προβάλλει την ένσταση δόλιας περιέλευσης σε αδυναμία πληρωμής των αιτούντων, διότι οι αιτούντες συμβλήθηκαν στις αναφερόμενες στις κατατεθείσες προτάσεις της συμβάσεις δανείων συνολικού ποσού οφειλής (κατά τον χρόνο κατάθεσης της κρινόμενης αίτησης) 375.039,91 ευρώ και καρπώθηκαν οφέλη από την υπερχρέωσή τους γνωρίζοντας ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους από την αρχή, καθώς ουδέποτε διέθεταν εισόδημα επαρκές για την κάλυψη των δανειακών τους υποχρεώσεων, παραταύτα προέβαιναν σε δανεισμό γνωρίζοντας το ενδεχόμενο να μη καταστεί δυνατή η εξυπηρέτηση των δανείων και αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα αυτό. Η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 εδ. α’ του ν. 3869/2010 ένσταση της δολιότητας είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθόσον δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα που την θεμελιώνουν, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξη τους οι πιστωτές. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται το αρχικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που συμφώνησαν οι αιτούντες, ο χρόνος που τα συμφώνησαν, οι οικονομικές τους δυνατότητες κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή οι ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές τους δυνατότητες, καθώς και ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, γνώριζαν ή πρόβλεπαν ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός τους θα τους οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας και παρά ταύτα αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα αυτό. Ακόμα η κυρίως παρεμβαίνουσα προβάλλει την ένσταση καταχρηστικότητας της ένδικης αίτησης, διότι οι χρεώθηκαν αλόγιστα και επιθυμούν να αποφύγουν τις συνέπειες του δανεισμού τους, προτείνουν δε ένα σχέδιο διευθέτησης απαράδεκτο καθώς βλάπτει τα δικαιώματα της κυρίως παρεμβαίνουσας. Η ανωτέρω περί καταχρηστικότητας της αίτησης ένσταση την οποία στηρίζει στο ότι η επιδιωκόμενη από τους αιτούντες διαγραφή των χρεών τους με την ένταξή τους στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 εξακοντίζει το σκοπό του νόμου και υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, στερείται βασιμότητας. Και αυτό γιατί, η επιδίωξη των αιτούντων να ενταχθούν στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 αποτελεί δικαίωμα που τους παρέχεται από το νόμο, προκειμένου να επανενταχθούν στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, επανένταξη στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης του ν. 3869/2010 προς αντιμετώπιση του φαινομένου της υπερχρέωσης των νοικοκυριών που πλήττει τα τελευταία χρόνια τη χώρα, προς εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι καταχρηστική. Άλλωστε, το κατά πόσον οι αιτούντες πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010 και, σε περίπτωση που η αίτηση γίνει δεκτή και ως ουσία βάσιμη, το ποια είναι η μηνιαία δόση που αυτοί θα κληθούν να καταβάλλουν είναι ζητήματα ουσίας που θα τα κρίνει το Δικαστήριο μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας. Βέβαια είναι γεγονός ότι επηρεάζεται το περιεχόμενο της ενοχικής απαίτησης της πιστώτριας, η οποία προστατεύεται με το άρθρο 17 του Συντάγματος αλλά και με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Όμως η προστασία αυτή δεν είναι απόλυτη, όριο της δε, αποτελεί το γενικό συμφέρον το οποίο εξυπηρετεί η μέσω των ρυθμίσεων του νόμου επανένταξη του οφειλέτη (βλ. Αθ. Κρητικός «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» 3η εκδ. σελ 2 επ). Ενόψει των προλεχθέντων, η πρόταση των αιτούντων για μικρές μηνιαίες καταβολές δεν καθιστά την αίτηση ένταξης τους στις ρυθμίσεις του νόμου καταχρηστική και δεν μπορεί να οδηγήσει στην απόρριψη. Περαιτέρω, το σχέδιο διευθέτησης των οφειλών καθορίζεται κατά την ελεύθερη κρίση του οφειλέτη, χωρίς κάποιο περιορισμό, αρκεί να είναι επαρκώς προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί να προκαλέσει τη συναίνεση των πιστωτών κατά τη σύναψη δικαστικού συμβιβασμού. Απαιτείται βέβαια από τη διάταξη του άρθρου 4 παράγραφος 1 ν. 3869/2010 ο οφειλέτης κατά τη σύνταξη του σχεδίου να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και τη συσχέτιση, τα συμφέροντα των πιστωτών και την περιουσιακή και προσωπική του κατάσταση. Όμως δεν προβλέπεται δικαστικός έλεγχος του σχεδίου, ούτε απαράδεκτο του δικογράφου, εναπόκειται δε, στους πιστωτές να αποδεχθούν ή απορρίψουν το σχέδιο, οπότε ακολουθεί η ρυθμιστική παρέμβαση του δικαστηρίου, το οποίο ερευνά αυτεπάγγελτα τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, καθώς και τη δυνατότητα εξόφλησης των χρεών του, με βάση και τις προσωπικές και οικογενειακές του ανάγκες και καθορίζει το καταβλητέο μηνιαία ποσό, χωρίς να δεσμεύεται από την πρόταση του οφειλέτη.
Από την συνεκτίμηση και την συγκριτική αξιολόγηση των στοιχείων της δικογραφίας, από όλα τα έγγραφα, που παραδεκτά επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 769/2015, 1340/2013, 1452/1990 ΤΝΠ Νόμος), από όσα αναζητήθηκαν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο στα πλαίσια του ανακριτικού συστήματος, την εν γένει διαδικασία και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά:
Ο αιτών, ηλικίας 48 ετών και η αιτούσα ηλικίας 44 ετών, κάτοικοι Αθηνών, είναι παντρεμένοι και από το γάμο τους έχουν αποκτήσει δύο ενήλικα τέκνα, την [•] και τον [•]. Κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης ο αιτών εργάζεται ως διανομέας δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην εταιρεία με την «[•] ΚΑΙ ΣΙΑ E.E. ΑΝΑΨΥΚΤΗΡΙΟ» με ωρομίσθιο 26,18 ευρώ και καθαρές μηνιαίες αποδοχές ποσού 643,31 ευρώ. Η αιτούσα κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης εργάζεται ως πωλήτρια δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην με την επωνυμία «[•] ΑΕ» με καθαρές μηνιαίες αποδοχές ποσού 750,28 ευρώ.
Το έτος 2005, ο αιτών αγόρασε το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΕΚΑ [•] Φορτηγό Δημοσίας Χρήσης μάρκας ΜΑΝ, το οποίο μάλιστα ήταν προσαρμοσμένο για μεταφορά σκυροδέματος (μπετονιέρα) και εργαζόταν ως αυτοκινητιστής συνεργαζόμενος με εταιρείες και πραγματοποιώντας δρομολόγια μεταφοράς σκυροδέματος. Σημειώνεται ότι ζήτημα ύπαρξης εμπορικής ιδιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος από την δραστηριότητά του δεν υφίσταται, καθώς όπως αποδείχθηκε, τα κέρδη του αποτελούσαν πρωτίστως αμοιβή της σωματικής του καταπόνησης και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών, με αποτέλεσμα να μην προσδίδονται σε αυτήν τα στοιχεία της εμπορικής επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση, ο αναληφθείς από τον αιτούντα κίνδυνος, το επενδυμένο κεφάλαιό του, η έκταση της δραστηριότητάς του, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις Ε3 των φορολογικών ετών 2015, 2016 και 2017 δεν είναι τέτοιας έντασης που να δικαιολογείται η πρόσδοση σε αυτόν της εμπορικής ιδιότητας. Επιπλέον, o αιτών έχει ήδη στραφεί σε άλλη μισθωτή εργασία, προκειμένου να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της οικογένειάς του, με αποτέλεσμα να μην έχει πτωχευτική ικανότητα (βλ. ΕιρΘεσ/νικης 2836/2014 και τις εκεί αναφερόμενες παραπομπές). Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα και τις φορολογικές δηλώσεις των αιτούντων, το ετήσιο δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα τους ανήλθε για το φορολογικό έτος 2020 στο ποσό των 15.832,98 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2019 στο ποσό των 15.833,17 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2018 στο ποσό των 14.510,78 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2017 στο ποσό των 11.550,67 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2016 στο ποσό των 7.650,13 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2015 στο ποσό των 15.018,72 ευρώ, για το φορολογικό έτος 2014 στο ποσό των 12.790,94 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2014 στο ποσό των 7.807,94 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2013 στο ποσό των 11.446,53 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2012 στο ποσό των 17.664,67 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2011 στο ποσό των 5.860,92 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2010 στο ποσό των 39.704,77 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2008 στο ποσό των 47.593,83 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2007 στο ποσό των 18.418,00 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2006 στο ποσό των 14.026,13 ευρώ, για το οικονομικό έτος 2005 στο ποσό των 18.083,36 ευρώ και για το οικονομικό έτος 2004 στο ποσό των 21.342,06 ευρώ.
Περαιτέρω, απορριπτέα τυγχάνει ως ουσία αβάσιμη η νομίμως υποβληθείσα, ένσταση ανειλικρίνειας, καθώς δεν αποδείχθηκε σε βαθμό πλήρους και ασφαλούς δικανικής πεποίθησης ότι οι αιτούντες έχουν περισσότερα εισοδήματα από αυτά που δηλώνουν, διαθέτοντας κρυφές πηγές εισοδημάτων. Σε κάθε περίπτωση, τυχόν περιστασιακές εργασίες που αναλαμβάνει ο αιτών και οι οποίες δεν δηλώνονται, δεν μεταβάλλουν ουσιωδώς λόγω των χαμηλών αμοιβών εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης και των περιορισμένων δυνατοτήτων εργασίας το οικογενειακό τους εισόδημα. Το ύψος των δαπανών των αιτούντων για την κάλυψη των βασικών βιοτικών τους αναγκών (διατροφή, ένδυση, υπόδηση, θέρμανση, λογαριασμοί ρεύματος νερού, τηλεφώνου, έξοδα μετακίνησης, ιατρικές δαπάνες και λοιπά έξοδα) λαμβανομένων υπόψη και των σοβαρών προβλημάτων υγείας της κόρης τους ανέρχεται κατά την κρίση του Δικαστηρίου μηνιαίως, στο ποσό των 1.100,00 ευρώ. Οι αιτούντες έχουν στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά τους σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος το με στοιχεία Γάμα Δύο (Γ2) διαμέρισμα του τρίτου (Γ’) πάνω από τη πυλωτή ορόφου, πολυκατοικίας κτισμένης στην Αθήνα μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο του Δήμου Αθηναίων στο Ο.Τ. [•] που περιβάλλεται από τις οδούς [•] – [•] – [•] και [•] και ειδικότερα στην οδό [•] αριθμός [•] επιφανείας 84,00 τ.μ- με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 78/1000, και τον με στοιχεία πι λατινικό επτά (Ρ7) ανοιχτό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, τα οποία περιήλθαν στους αιτούντες δυνάμει του υπ’ αριθμ. [•]/17-02-2003 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Στυλιανού Κωστοπούλου και της υπ’ αριθμ. [•]/14-03-2003 πράξης εξόφλησης της Ιδίας Συμβολαιογράφου, αντικειμενικής αξίας 65.488,50 ευρώ. Η ανωτέρω κατοικία αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων. Η αξία της κύριας κατοικίας των αιτούντων δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας και συνεπώς επιτρέπεται να εξαιρεθεί της εκποιήσεως (άρθ. 1 παρ. 1 και 2 περ. Α του Ν. 1078/1980 όπως αντικαταστάθηκε με το άρ. 21 του Ν. 3842/2010 και ισχύει σήμερα). Η εμπορική αξία της ανωτέρω κατοικίας, συνεκτιμωμένης της τοποθεσίας της, του εμβαδού της, του έτους κατασκευής της, των συγκριτικών στοιχείων που αντλεί το Δικαστήριο από αγγελίες πώλησης παρόμοιων χαρακτηριστικών ακινήτων και της γενικότερης τάσης μικρής αύξησης των εμπορικών αξιών με την σταδιακή αναγέννηση της οικοδομής κατά την τρέχουσα οικονομική συγκυρία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 80.000,00 ευρώ. Ακόμα ο αιτών έχει στην κυριότητά του σε ποσοστό 100% α) το υπ’ αριθμ- κυκλοφορίας ΕΚΑ [•] ΦΔΧ ανατρεπόμενο και β) το υπ’ αριθμ, κυκλοφορίας IYN [•] δίκυκλο όχημα εργοστασίου κατασκευής [•] HONDA και σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με την αιτούσα το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ZKP [•] επιβατικό όχημα εργοστασίου κατασκευής 1800 κυβικών με ημερομηνία 1ης άδειας κυκλοφορίας 08.03.2004.
Περαιτέρω, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης ο αιτών έλαβε από την καθ’ ης πιστώτρια τράπεζα α) δυνάμει της υπ’ αριθμ. [•] σύμβασης δάνειο ανερχόμενο την 14-11-2018 στο συνολικό ποσό των 3.870,76 ευρώ, το ύψος της τελευταίας ενήμερης δόσης του οποίου ανέρχεται σε 2,66 ευρώ, β) δυνάμει της υπ’ αριθμ [•] σύμβασης δάνειο ανερχόμενο την 24-11-2018 στο συνολικό ποσό των 2.304,56 ευρώ, το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης του οποίου ανέρχεται σε 1,50 ευρώ, γ) δυνάμει της υπ’ αριθμ, [•] σύμβασης δάνειο ανερχόμενο την 05-12-2018 στο συνολικό ποσό των 3.682,30 ευρώ, το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης του οποίου ανέρχεται σε 2,53 ευρώ, δ) δυνάμει της υπ’ αριθμ [•] σύμβασης δάνειο ανερχόμενο την 16-11-2018 στο συνολικό ποσό των 3.915,44 ευρώ, το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης του οποίου ανέρχεται σε 4,40 ευρώ, ε) δυνάμει της υπ’ αριθμ. [•] σύμβασης δάνειο ανερχόμενο την 10-12-2018 στο συνολικό ποσό των 43.371,61 ευρώ, το 10% της τελευταίας δόσης του οποίου ανέρχεται σε 29,15 ευρώ, στ) δυνάμει της υπ’ αριθμ. [•] σύμβασης δάνειο ανερχόμενο την 10-12-2018 στο συνολικό ποσό των 33.620,25 ευρώ, το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης του οποίου ανέρχεται σε 24,42 ευρώ και ζ) δυνάμει της υπ’ αριθμ. [•] σύμβασης (ως συνοφειλέτης μετά της συζύγου του) δάνειο ανερχόμενο την 10-12-2018 στο συνολικό ποσό των 198.490,97 ευρώ, το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης του οποίου ανέρχεται σε 58,88 ευρώ. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης η αιτούσα έλαβε (ως συνοφειλέτης μετά του συζύγου της) από την καθ’ ης πιστώτρια τράπεζα δυνάμει της υπ’ αριθμ [•] σύμβασης δάνειο ανερχόμενο την 10-12-2018 στο συνολικό ποσό των 198.490,97 ευρώ, το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης του οποίου ανέρχεται σε 58,88 ευρώ.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες έχουν περιέλθει σε μόνιμη γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών τους οφειλών, καθώς η ρευστότητα τους δεν τους επιτρέπει να ανταπεξέλθουν στο μεγαλύτερο όγκο των οφειλών τους, δεδομένου και του ότι δεν αναμένεται στο μέλλον να βελτιωθούν σημαντικά, τα εισοδήματά τους, απορριπτόμενου ως ουσία αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της κυρίως παρεμβαίνουσας εταιρείας ως ουσία αβάσιμου. Πράγματι από την συγκριτική επισκόπηση των προσκομιζόμενων φορολογικών δηλώσεων των προκύπτει ότι το οικογενειακό εισόδημα των αιτούντων μειώθηκε σταδιακά από το έτος 2012 και έπειτα και οι αιτούντες περιήλθαν σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους και διέκοψαν την αποπληρωμή τους. Η αδυναμία τους είναι γενική, καθώς αδυνατούν και τις βασικές βιοτικές ανάγκες τους να καλύπτουν και τις οφειλές τους να αποπληρώνουν.
Περαιτέρω, η αδυναμία τους είναι μόνιμη, επειδή δεν αναμένεται αύξηση των μηνιαίων απολαβών τους, δεδομένης της οικονομικής ύφεσης της χώρας και της συνεπεία αυτής καθήλωσης των μισθών. Επομένως συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για υπαγωγή τους στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 και δη στις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 5 για μηδενικές μηνιαίες καταβολές επί 3ετία από τα εισοδήματά τους με βάση τα προαναφερθέντα, αφού σε περίπτωση που υποχρεωθούν σε μηνιαίες καταβολές επί τριετία, παραβλάπτεται το βιοτικό τους επίπεδο και σε αυτήν του άρθρ. 9 παρ. 2 για μηνιαίες καταβολές, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκιτοίηση η κύρια κατοικία τους.
Σημειώνεται δε, ότι ο σκοπός του v. 3869/2010, δηλαδή η απαλλαγή του υπερχρεωμένου οφειλέτη από τα χρέη και η επανένταξή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή, δεν θα μπορούσε να εκπληρωθεί εάν υποχρεώνονταν οι αιτούντες να καταβάλλουν δόσεις τη στιγμή που το οικογενειακό τους εισόδημα επαρκεί οριακά για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών τους αναγκών.
Δεν θα οριστεί νέα δικάσιμος, προκειμένου να ελεγχθεί τυχόν μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων των αιτούντων για να καθοριστούν ενδεχομένως μηνιαίες καταβολές αλλά θα εκκαθαρισθεί οριστικά το θέμα της απαλλαγής τους από τα χρέη του προς των πιστώτρια τράπεζα με την έκδοση οριστικής απόφασης, καθώς το μηνιαίο εισόδημα τους δεν αναμένεται κατά τα προσεχή έτη να αυξηθεί ουσιωδώς, δεδομένου ότι είναι επιπλέον επιβαρυμένοι με την δόση που θα οριστεί για την διάσωση της κύριας κατοικίας τους. Η παραπάνω ρύθμιση των αιτούντων (του άρθρου 8 παρ. 5 ν. 3869/2010) θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 9 ν.3869/2010 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 ν. 4346/2015 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου και νόμου ενόψει του χρόνου κατάθεσης της ένδικης αίτησης) και την κατ’ εξουσιοδότηση αυτής εκδοθείσα υπ’ αριθ. 54/15.12.2015 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β’ 2740/16.12.2015), εφόσον υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης από την εκποίηση του δικαιώματός της κυριότητας επί του ακινήτου της κύριας κατοικίας τους, μετά το οποίο, η εν λόγω εξαίρεση είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, πληρούνται δε σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) το μηνιαίο διαθέσιμο εισόδημα των αιτούντων δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσής τους, προσαυξημένες κατά 70%, β) η αντικειμενική αξία του ακινήτου της κύριας κατοικίας τους κατά το χρόνο συζήτησης της κρινόμενης αίτησης δεν υπερβαίνει το όριο που θέτει ο νόμος (180.000€ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξανόμενο κατά 40.000€ για τον έγγαμο και κατά 20.000€ για κάθε τέκνο και μέχρι τρία κατ’ ανώτατο όριο) και γ) οι αιτούντες τυγχάνουν συνεργάσιμοι δανειολήπτες βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών.
Στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής του άρθρου 9 παρ. 2 ν.3869/10, προκειμένου να διασωθεί η κύρια κατοικία τους, καθώς συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις υπαγωγής των αιτούντων στην παρούσα ρύθμιση, θα καταβάλουν ποσό ύψους 76.000,00 €, δηλαδή το ποσό που εκτιμάται από το Δικαστήριο ότι θα ήταν το πλειστηρίασμα, σε περίπτωση που εκπλειστηριαζόταν το ανωτέρω ακίνητο, αφαιρουμένου συνεπώς του ποσοστού απομείωσης λόγω της αναγκαστικής εκποίησής του σε πλειστηριασμό και των εξόδων που συνδέονται με αυτόν (άρθρα 993 παρ. 2, εδαφ. γ’ και 954 παρ. 2, περιπτ. γ’ ΚΠολΔ). Πράγματι, η συνολική εμπορική αξία του ανωτέρω ακινήτου ανέρχεται, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, στο ποσό των 80.000,00€. Ο χρόνος αποπληρωμής θα πρέπει να οριστεί σε 20 χρόνια. Έτσι, το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 158,33 € για έκαστο των αιτούντων, δηλαδή 76.000,00 € δια 240 μήνες δια 2. Η κατανομή των μηνιαίων δόσεων προς τις απαιτήσεις της πρώτης κθ’ ης πιστώτριας των αιτούντων θα γίνει σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρ. 974 επ. ΚΠολΔ, αναλόγως εφαρμοζόμενα.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον v. 4549/2018, που τροποποίησε τον ν.3869/2010 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, μεταξύ της ρύθμισης των οφειλών του αιτούντος στο πλαίσιο του άρθρου 8 του ν. 3869/2010 και της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 ν.3869/10 δεν μεσολαβεί πλέον περίοδος χάριτος και οι δύο ρυθμίσεις συντρέχουν. Τούτων δοθέντων, και ενόψει των μηδενικών μηνιαίων καταβολών που ορίστηκαν στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, η ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 ν.3869/2010 θα ξεκινήσει για τους αιτούντες την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά την δημοσίευση της απόφασης των καταβολών λαμβανομένων χώρα εντός του πρώτου 10ημέρου εκάστου μηνός και θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Περαιτέρω, όσον αφορά το υπ’ αριθμ κυκλοφορίας ΕΚΑ [•] ΦΔΧ, το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΙΥΝ [•] δίκυκλο και το υπ’ αριθμ κυκλοφορίας ZKP [•] επιβατικό όχημα κρίνεται ότι δεν πρέπει να διαταχθεί η κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 ν.3869/2010 εκποίηση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων των αιτούντων επειδή με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων θα καταστεί αδύνατη και σε κάθε περίπτωση δεν θα μπορέσει να επιτευχθεί τίμημα αξιόλογο για την ικανοποίηση των πιστωτριών σε συνδυασμό με τα έξοδα της όλης διαδικασίας εκποίησης (αμοιβή εκκαθαριστή, έξοδα δημοσιεύσεων κλπ.) δεδομένης και της οικονομικής κρίσης που πλήττει τα τελευταία χρόνια την χώρα μας (βλ. Κρητικό, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις εκδ. 2012, σελ 207, ΕιρΠειρ 86/2011, 84/2011 και 513/2015). Συνεπώς το σχετικό αίτημα ρευστοποίησης αυτών που υπεβλήθη από την κυρίως παρεμβαίνουσα εταιρεία τυγχάνει απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κύρια παρέμβαση, να απορριφθεί η ένδικη αίτηση ως προς το δεύτερο και το τρίτο εκ των καθ’ ων ως νόμω αβάσιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της η ένδικη αίτηση ως προς την πρώτη καθ’ ης πιστώτρια τράπεζα, ειδική διάδοχος στις ένδικες απατήσεις της οποίας κατέστη η εταιρία με την επωνυμία «[•]», διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας κατέστη η κυρίως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «[•] Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις», να ρυθμιστούν κατά τρόπο οριστικό τα χρέη των αιτούντων, με σκοπό την απαλλαγή τους από αυτά, με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της κυριότητάς τους επί του ακινήτου της κύριας κατοικίας τους από την εκποίηση, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Η δικαστική δαπάνη του δεύτερου και του τρίτου καθ’ ου θα επιβληθεί σε βάρος των αιτούντων, κατόπιν παραδοχής του σχετικού αιτήματος που υπέβαλαν (για το ότι δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η ειδική διάταξη του εδ. β’ της παρ. 6 του άρθρ. 8 ν.3869/2010 περί μη επιδίκασης δικαστικής δαπάνης, καθώς η τελευταία αυτή διάταξη προϋποθέτει απόφαση που να ορίζει μηνιαίες καταβολές και όχι απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση του οφειλέτη περί υπαγωγής του στο ν.3869/2010 ούτε αυτής της παρ. 4 (πρώην 6) του άρθρ. 7 ν. 3869/2010, καθώς η διάταξη αυτή αναφέρεται στο στάδιο της προδικασίας βλ την δευτεροβάθμια ΜονΠρωτΠειρ 1297/2016 αδημ, που επέβαλε στην αιτούσα την δικαστική δαπάνη σε απορριπτική απόφαση επί αίτησης υπαγωγής του στο ν.3869/2010).Τέλος παράβολο ερημοδικίας δεν ορίζεται, επειδή η παρούσα δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας (άρθρ. 14 ν.3869/2010).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την ένδικη αίτηση και την ασκηθείσα με τις έγγραφες κατατεθείσες προτάσεις κύρια παρέμβαση, ερήμην της πρώτης καθ’ ης πιστώτριας τράπεζας με την επωνυμία «[•] Α.Ε.» και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και της κυρίως παρεμβαίνουσας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς το δεύτερο καθ’ ου ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης και τό τρίτο καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αιτούντων την δικαστική δαπάνη του δεύτερου κατ τρίτου εκ των καθ’ ων, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200,00€).
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση ως προς την πρώτη καθ’ ης πιστώτρια τράπεζα με την επωνυμία «[•] Α.Ε.».
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τις οφειλές του αιτούντος, [•] [•] του [•], προς την εταιρεία με την επωνυμία «[•]», ειδική διάδοχο της πρώτης καθ’ ης πιστώτριας τράπεζας με την επωνυμία «[•] Τράπεζα ΑΕ.», διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας κατέστη η κυρίως παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «[•] Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» κατά τρόπο οριστικό, προσδιορίζοντας μηδενικές μηνιαίες καταβολές επί τριετία από τα εισοδήματά του.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση το ανήκον στον αιτούντα ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με στοιχεία Γάμα Δύο (Γ2) διαμέρισμα του τρίτου (Γ’) πάνω από τη πυλωτή ορόφου πολυκατοικίας κτισμένης στην Αθήνα μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο του Δήμου Αθηναίων στο Ο.Τ. [•] που περιβάλλεται από τις οδούς [•] – [•] και [•], και ειδικότερα στην οδό [•] αριθμός [•] επιφανείας 84,00 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 78/1000, και τον με στοιχεία πι λατινικό επτά (Ρ7) ανοιχτό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του εντός εικοσαετίας (20/ετίας), το συνολικό ποσό των τριάντα οχτώ χιλιάδων ευρώ (38.000,00 €), ήτοι το ποσό των εκατόν πενήντα οχτώ ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (158,33€) ανά μήνα και για διακόσιους σαράντα (240) μήνες κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά την δημοσίευση της απόφασης, εκάστης καταβολής γενομένης εντός του πρώτου δεκαημέρου (10/ημέρου) κάθε μήνα, και δη εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με το επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ τις οφειλές της αιτούσας [•] [•] του [•], προς την εταιρεία με την επωνυμία «[•]», ειδική διάδοχο της πρώτης καθ’ ης πιστώτριας τράπεζας με την επωνυμία «[•] ΑΕ.», διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας κατέστη η κυρίως παρεμβαίνουσα ανώνυμη με την επωνυμία «[•] Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» κατά τρόπο οριστικό, προσδιορίζοντας μηδενικές μηνιαίες καταβολές επί τριετία από τα εισοδήματά της.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση το ανήκον στην αιτούσα ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου με στοιχεία Γάμα Δύο (Γ2) διαμέρισμα του τρίτου (Γ’) πάνω 4 από τη πυλωτή ορόφου πολυκατοικίας κτισμένης στην Αθήνα μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο του Δήμου Αθηναίων στο Ο.Τ. [•] που περιβάλλεται από τις οδούς [•] – [•] – [•] και [•], και ειδικότερα στην οδό [•] αριθμός [•] επιφανείας 84,00 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 78/1000, τον με στοιχεία πι λατινικό επτά (Ρ7) ανοιχτό χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την αιτούσα να καταβάλλει για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της εντός εικοσαετίας (20/ετίας), το συνολικό ποσό των τριάντα οχτώ χιλιάδων ευρώ (38.000,00 €), ήτοι το ποσό των εκατόν πενήντα οχτώ ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (158,33€) ανά μήνα και για διακόσιους σαράντα (240) μήνες κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό της παρούσας, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά την δημοσίευση της απόφασης, εκάστης καταβολής γενομένης εντός του πρώτου δεκαημέρου (10/ημέρου) κάθε μήνα, και δη εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2022, σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ