ΑΠ 487/2019 (Ε’ Ποιν. Τμ.) συκοφαντική δυσφήμηση: Δεν θεωρούνται τρίτοι οι δικαστικοί λειτουργοί και οι γραμματείς

Αριθμός 487/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Βασιλική Μπαζάκη – Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Θ. Α. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπαστεριόπουλο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 240/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Τ. του Ι., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Δαγρετζάκη.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8-8-2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1207/2018.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Η υπό κρίση αίτηση για αναίρεση, η οποία ασκήθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατά της υπ’ αριθ. 240/2018 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλάκισης εννέα [9] μηνών για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης, είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της.

Α) Κατά το άρθρο 229 παρ.1 Π.Κ “όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικά κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν (ήτοι να σκόπευε) στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού.

Κατά το άρθρο 224 παρ. 2 σε συνδυασμό με παρ. 1 του Π.Κ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρχής, που είναι αρμόδια για την εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή στο ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Η ένορκη κατάθεση του δράστη του εγκλήματος αυτού πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα αντικειμενικώς ανακριβή (και όχι σε κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις, εκτός εάν αυτές είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες προς τα γεγονότα που κατέθεσε), θεωρείται δε αντικειμενικώς ψευδές το περιστατικό όχι μόνον όταν αυτό είναι αντίθετο προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και ως προς εκείνα που ο μάρτυρας αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε από διηγήσεις τρίτων και ως εκ τούτου γνώριζε.

Κατά δε το άρθρο 362 εδ. α’ Π.Κ., “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή”, ενώ κατά το άρθρο 363 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, “αν στην περίπτωση του άρθρου 362, το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον ενώπιον τρίτου ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό.

Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για τη θεμελίωση και των τριών προαναφερθέντων εγκλημάτων (της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης) απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική τους υπόσταση και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως α) τη γνώση ότι το καταμηνυόμενο γεγονός είναι ψευδές στην περίπτωση της ψευδούς καταμήνυσης, β) τη γνώση ότι το ενόρκως κατατιθέμενο γεγονός είναι ψευδές στην περίπτωση της ψευδορκίας μάρτυρα και γ) τη γνώση ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης. Επιπλέον, όσον αφορά το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης για τη θεμελίωση του, εκτός του προαναφερθέντος άμεσου δόλου, χρειάζεται και επιπρόσθετος υπερχειλής δόλος, αφού απαιτείται σκοπός του δράστη να προκαλέσει την ποινική ή πειθαρχική δίωξη του καταμηνυομένου ή αναφερομένου.

Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 Κ.Π.Δ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία για ότι προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται κατά το άρθρ. 26 παρ. 1 Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος), όπως συμβαίνει επί ψευδούς καταμήνυσης, ψευδορκίας μάρτυρα και συκοφαντικής δυσφήμησης ,ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός ( υπερχειλής δόλος ) επί ψευδούς καταμήνυσης, η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών. Τέλος, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

Β) Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατά το είδος τους, δέχθηκε για τον αναιρεσείοντα ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο δεύτερος κατηγορούμενος, Θ. Α., την 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του κατά του Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, του Προέδρου ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητών, σχετικά με καταγγελλόμενες παράνομες διαδικασίες για το μη διορισμό του σε θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή, παρόλο που είχε εκλεγεί στην ανωτέρω βαθμίδα ήδη από την 19-7-20…. Με το ανωτέρω έγγραφο καταμήνυσε ψευδώς και τον εγκαλούντα Α. Τ., ο οποίος διατελούσε από το έτος 20… έως και το έτος 20…. Πρύτανης του Πανεπιστημίου …., για την πράξη της παράβασης καθήκοντος. Ειδικότερα, ανέφερε στην αναφορά του, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα τα εξής: “Εκλέχθηκα ομόφωνα, αξιοκρατικά και με πλήρη διαφάνεια (στις 19 Ιουλίου 20…) στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή…Κάθε ενέργεια που έγινε έκτοτε είτε από τους εκάστοτε προέδρους ΠΤΔΕ κκ, είτε από τους εκάστοτε Πρυτάνεις κκ … Α. Τ.,…. δεν είναι νομότυπες και παραβιάζουν με περισσό δόλο και σκοπιμότητα όχι μόνο το γράμμα του νόμου, αλλά με βλάπτουν ηθικά και υλικά! Επίσης τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι όλοι οι προαναφερθέντες είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος, δηλαδή ότι παραβίαζαν το γράμμα του νόμου και όμως συνέχισαν και συνεχίζουν να παρανομούν. Προτίθεμαι δε αμέσως να καταθέσω και αγωγές εναντίον όλων των προαναφερθέντων για ηθική και υλική βλάβη που έχω υποστεί εξαιτίας των σκόπιμων και δολίων ενεργειών σας για δέκα (10) συναπτά έτη, αφού στην ουσία έχετε καταστρέψει κυριολεκτικά την καριέρα μου και όχι μόνο!!!…. απάτη που γίνεται σε βάρος μου επί 10 (δέκα) συναπτά έτη, απόδειξη της φασιστικής νοοτροπίας μελών ΔΕΠ και πρυτανικών αρχών, στους οποίους το μόνο μου έγκλημα είναι ότι δεν έσκυψα ΠΟΤΕ τον αυχένα…”. Τα παραπάνω όμως αναφερόμενα ήταν ψευδή και ο δεύτερος κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους, καθώς ο εγκαλών, Πρύτανης του Πανεπιστημίου … κατά τα έτη 2006- 2010, δεν προέβη σε καμία ενέργεια σχετικά με την εκλογή του κατηγορουμένου ή το μη διορισμό του που παραβίαζε το νόμο, και μάλιστα υπό πλήρη επίγνωση της παρανομίας, ενώ ουδέποτε επέδειξε φασιστική νοοτροπία, με την έννοια της φίμωσης των ελεύθερων φωνών υπέρ της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, η αιτία δε του μη διορισμού του κατηγορουμένου στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί, ήταν η έκδοση της υπ’ αριθ. Φ122.1Π5/147206/π.ε./Β2/24-4-2004 απόφασης του Υπουργού ΥΠΕΠΘ, με την οποία αναπέμφθηκε ο διορισμός του κατηγορουμένου λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, απόφαση η οποία ήταν δεσμευτική για τους εκάστοτε Πρυτάνεις, τυχόν έκδοση δε πράξεως διορισμού του θα ήταν άκυρη. Στην εν λόγω πράξη του προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος, για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, πλην, όμως για τη σχηματισθείσα δικογραφία με ABM Α2011/144ε εξεδόθη η υπ’ αριθ. 235/11- 12-2014 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου (κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος στις 10.1.2012, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης επιβεβαίωσε τα καταγγελλόμενα στην παραπάνω αναφορά του και επί πλέον κατέθεσε τα ακόλουθα: “Ως προς το φάκελο που αφορά στο θέμα του μη διορισμού μου… στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή με ενέργειες ΠΑΡΑΝΟΜΕΙ των Κ. Β.,… και της Ε. Σ…., οι οποίοι ποδηγετούν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας τους μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ … Η επιστολή αποδεικνύει ξεκάθαρα το φόβο και τη δουλική συμπεριφορά του Α. Μ., αποτέλεσμα της εκφοβιστικής τακτικής που εφαρμόζουν οι Β., Σ. για να ποδηγετήσουν τα μέλη της συμμορίας τους οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι, παρά τον νόμο, μόνιμοι κάτοικοι … και τουρίστες στην …… Όλα αυτά τα γνώριζαν και τα γνωρίζουν οι εκόστοτε Πρυτάνεις Σ. Κ. (πρώην), Α. Τ. (τέως), Π. Τ. (νυν)…. τους οποίους καταγγέλλω επίσης μαζί με όλα τα μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ της συμμορίας Β., Σ.”. Τα ως άνω κατατεθέντα όμως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους και κατά το χρόνο κοινοποίησης της αναφοράς και κατά το χρόνο λήψης της ένορκης βεβαίωσης, αφού είχε ιδία αντίληψη ότι στην πραγματικότητα ο εγκαλών, με την ιδιότητα του Πρύτανη, δεν είχε γνώση περί δήθεν ύπαρξης “συμμορίας” στο ΠΤΔΕ Ρόδου, ούτε μετείχε, συγκάλυπτε ή σχετιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο με οιαδήποτε συμμορία. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο ο κατηγορούμενος παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, ενώ περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων – γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας .Με τα δεδομένα αυτά , πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων που του αποδίδονται και να του αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ , αφού συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προς τούτο όροι.” Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο του ότι: ” Α) Εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αξιόποινη πράξη και συγκεκριμένα στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …., τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές, σχετικά με καταγγελλόμενες παράνομες διαδικασίες για τον μη διορισμό του σε θέση μόνιμου Επίκουρου Καθηγητή, παρόλο που εκλέχθηκε στην ανωτέρω βαθμίδα ήδη από τις 19-7-2003. Με το ανωτέρω έγγραφο καταμήνυε ψευδώς και τον εγκαλούντα Α. Τ., ο οποίος διατελούσε από το έτος 2006 έως και το έτος 2010 Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, για την πράξη της παράβασης καθήκοντος. Ειδικότερα, ανέφερε στην επιστολή του, μεταξύ άλλων, για τον εγκαλούντα τα εξής: “Εκλέχθηκα ομόφωνα, αξιοκρατικά και με πλήρη διαφάνεια (στις 19 Ιουλίου 200…) στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή…Κάθε ενέργεια που έγινε έκτοτε είτε από τους εκάστοτε προέδρους ΠΤΔΕ κκ, είτε από τους εκάστοτε Πρυτάνεις κκ….Α. Τ.,…. δεν είναι νομότυπες και παραβιάζουν με περισσό δόλο και σκοπιμότητα όχι μόνο το γράμμα του νόμου, αλλά με βλάπτουν ηθικά και υλικά! Επίσης τονίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι όλοι οι προαναφερθέντες είχαν πλήρη επίγνωση του γεγονότος, δηλαδή ότι παραβίαζαν το γράμμα του νόμου και όμως συνέχισαν και συνεχίζουν να παρανομούν. Προτίθεμαι δε αμέσως να καταθέσω και αγωγές εναντίον όλων των προαναφερθέντων για ηθική και υλική βλάβη που έχω υποστεί εξαιτίας των σκόπιμων και δολίων ενεργειών σας για δέκα (10) συναπτά έτη, αφού στην ουσία έχετε καταστρέψει κυριολεκτικά την καριέρα μου και όχι μόνο!!!…. απάτη που γίνεται σε βάρος μου επί 10 (δέκα) συναπτά έτη, απόδειξη της φασιστικής νοοτροπίας μελών ΔΕΠ και πρυτανικών αρχών, στους οποίους το μόνο μου έγκλημα είναι ότι δεν έσκυψα ΠΟΤΕ τον αυχένα…”. Τα παραπάνω όμως αναφερόμενα από τον δεύτερο κατηγορούμενο ήταν ψευδή και ο ίδιος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθώς ο εγκαλών, Πρύτανης του Πανεπιστημίου … κατά τα έτη 20…-20…, δεν προέβη σε καμία ενέργεια σχετική με την εκλογή του κατηγορουμένου ή τον μη διορισμό του που παραβιάζει το νόμο, και μάλιστα υπό πλήρη επίγνωση της παρανομίας, ουδέποτε επέδειξε φασιστική νοοτροπία με την έννοια της φίμωσης των ελεύθερων φωνών υπέρ της αξιοκρατίας και της διαφάνειας, ενώ η αιτία του μη διορισμού του στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί ο κατηγορούμενος ήταν η έκδοση της υπ’ αριθ. Φ122.1/75/147206/π.ε./Β2/24-4-2004 απόφασης του Υπουργού ΥΠΕΠΘ, με την οποία αναπέμφθηκε ο διορισμός του κατηγορουμένου λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, απόφαση η οποία ήταν δεσμευτική για τους εκάστοτε Πρυτάνεις, τυχόν έκδοση δε πράξεως διορισμού θα ήταν άκυρη. Στην πράξη του αυτή προέβη ο δεύτερος κατηγορούμενος με μοναδικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του εγκαλούντος για την πράξη της παράβασης καθήκοντος, για τη σχηματισθείσα όμως δικογραφία με ABM Α2011/144ε εξεδόθη η υπ’ αριθ. 235/11-12-2014 απορριπτική διάταξη της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ.

Β) Στις 10-1-2012, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και συγκεκριμένα ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου σχετικά με όσα κατήγγειλε στην ανωτέρω υπό στοιχείο α’ αναφορά του, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα εξής: “Ως προς το φάκελο που αφορά στο θέμα του μη διορισμού μου… στη βαθμίδα του μόνιμου επίκουρου καθηγητή με ενέργειες ΠΑΡ ΑΝ Ο Μ ΕΣ των Κ. Β., … και της Ε. Σ…., οι οποίοι ποδηγετούν και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας τους, μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ … Η επιστολή αποδεικνύει ξεκάθαρα το φόβο και τη δουλική συμπεριφορά του Α. Μ., αποτέλεσμα της εκφοβιστικής τακτικής που εφαρμόζουν οι Β., Σ. για να ποδηγετήσουν τα μέλη της συμμορίας τους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι, παρά τον νόμο, μόνιμοι κάτοικοι … και τουρίστες- στην Ρόδο.. Όλα αυτά τα γνώριζαν και τα γνωρίζουν οι εκάστοτε Πρυτάνεις Σ. Κ. (πρώην), Α. Τ. (τέως), Π. Τ. (νυν)…. τους οποίους καταγγέλλω επίσης μαζί με όλα τα μέλη ΔΕΠ, ΠΤΔΕ της συμμορίας Β., Σ.”. Τα ως άνω κατατεθέντα όμως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου είναι ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτών, καθόσον στην πραγματικότητα ο εγκαλών με την ιδιότητα του Πρύτανη δεν γνώριζε την δήθεν ύπαρξη “συμμορίας” στο ΠΤΔΕ Ρόδου, ούτε μετείχε, συγκάλυπτε ή σχετιζόταν με οποιονδήποτε τρόπο με την ανωτέρω δήθεν συμμορία.

Γ) Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή και συγκεκριμένα:

I) Στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές στην οποία διέλαβε για τον εγκαλούντα, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα ως άνω υπό στοιχείο α\ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων – γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας.

II) Στις 10-1-2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, ως μηνυτής προς απόδειξη των από αυτόν καταγγελλομένων, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχείο β’ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω.

Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως.” Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τη συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου του άμεσου δόλου των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορού μένος με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν και ακολούθως θεμελιώνουν τη γνώση της αναλήθειας των καταμηνυθέντων, των ενόρκως κατατεθέντων και των ισχυρισθέντων γεγονότων, μολονότι η γνώση αυτή δεν είναι αυτονόητη από όσα στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό διαλαμβάνονται. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζεται στην απλή παράθεση των στοιχείων του νόμου, χωρίς να εκθέτει και να αιτιολογεί από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά συνάγεται η γνώση του ψεύδους των όσων ο κατηγορούμενος κατήγγειλε και κατέθεσε σε βάρος του εγκαλούντος, ενώ μόνο η παραδοχή ότι αιτία του μη διορισμού του στη βαθμίδα που είχε εκλεγεί ήταν η έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης περί αναπομπής του διορισμού του λόγω πλημμελούς συγκρότησης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς να αναφέρονται οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες να προκύπτει ότι την αιτία αυτή του μη διορισμού του γνώριζε ο κατηγορούμενος, δεν αρκεί για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του αδικήματος της ψευδούς καταμήνυσης .Όσο αφορά την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, (τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά της οποίας όπως και εκείνα της ψευδούς καταμήνυσης περιλαμβάνονται και για τη στοιχειοθέτηση της συκοφαντικής δυσφήμησης) ,όπου πέραν της τυπικής αναφοράς ότι τα κατατεθέντα ενόρκως ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους ,διατυπώνεται σχηματικά στο σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος είχε ιδία αντίληψη των πραγματικών γεγονότων, χωρίς να προσδιορίζεται και να αιτιολογείται από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει κατά λογική αναγκαιότητα αυτή η προσωπική πεποίθηση και αντίληψη ώστε να προκύπτει η σχετική γνώση, δεν διαλαμβάνεται και για τις πράξεις αυτές επαρκής αιτιολογία για τη θεμελίωση του υποκειμενικού στοιχείου του άνω αδικήματος.
Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τη συνδρομή του στοιχείου του άμεσου δόλου για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης ,για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.


Γ) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε.

Όπως προαναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του ψευδούς γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (“τρίτος” και “δυνατότητα βλάβης της τιμής και υπόληψης”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την τιμή και υπόληψη του παθόντος, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος ,από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις .Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (δικαστές,εισαγγελείς) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής. Τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικανική τους κρίση ως προς τη βασιμότητα των ερευνητέων γεγονότων, ακολουθώντας τους κανόνες απόδειξης είτε της πολιτικής είτε της ποινικής δικονομίας. Η διατύπωση της κρίσης τους είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και είναι υποχρεωτική εκ του καθήκοντος τους, αφού καλούνται να διαμορφώσουν μια έννομη σχέση ή να αποδώσουν ποινική ευθύνη, ως όργανα πολιτείας και στο όνομα του ελληνικού λαού και η όποια κρίση τους δεν μπορεί να περιέχει προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την τιμή και υπόληψη κάποιου προσώπου. Το αυτό ισχύει αναλογικά και για τα λοιπά πρόσωπα που συμπράττουν στην ποινική δίκη, όπως ο δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συμπράττει στη διαδικασία καταχώρησης της μήνυσης ή της ένορκης κατάθεσης μάρτυρα, χωρίς επιπλέον να προκύπτει ότι τα πρόσωπα αυτά λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των δικογράφων πλην των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ πλημμέλεια για το λόγο ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, επειδή δεν εντάσσονται στην έννοια του “τρίτου” τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελέας, πταισματοδίκης και δικαστικοί υπάλληλοι -γραμματείς) και τα φερόμενα ως ψευδή περιστατικά, που ανακοινώθηκαν με την υποβολή της αναφοράς και την ένορκη εξέταση του αναιρεσείοντος ενώπιον τους, δεν ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.

Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμένος κηρύχθηκε ένοχος κατ’ εξακολούθηση για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης διότι α) κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την από 8/11/2011 αναφορά του, με την οποία εν γνώσει του ψευδώς παρουσίαζε τον εγκαλούντα να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, τα αναφερόμενα δε σ’ αυτή ψευδή περιστατικά περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων -γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του εγκαλούντος και β) στις 10/1/2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου κατέθεσε τα αναφερόμενα στην ένορκη βεβαίωση ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναληθείας τους, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως.

Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΚΠΔ, καθόσον ο εισαγγελέας, ο πταισματοδίκης και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των αναφερομένων – καταγγελλομένων σ’ αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο. ‘Ετσι, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαίτερων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και υπόληψης του εγκαλούντος , δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Ε’ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με το σχετικό τρίτο λόγο αναίρεσης.

Σύμφωνα με όσα έγιναν παραπάνω δεκτά και αφού μετά την παραδοχή των άλλων λόγων αναίρεσης παρέλκει πλέον η έρευνα του πρώτου λόγου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και όσο αφορά τις αξιόποινες πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα συζήτηση, όσο δε αφορά την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, αφού δεν στοιχειοθετείται το αξιόποινο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠΔ, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Αναιρεί την υπ’ αριθ. 240/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου .

Παραπέμπει την υπόθεση ως προς τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κηρύσσει τον κατηγορούμενο αθώο της συκοφαντικής δυσφήμησης και ειδικότερα του ότι: ” Με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ισχυρίστηκε προφορικώς ενώπιον τρίτων για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, τα δε ανωτέρω γεγονότα ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ήταν ψευδή και συγκεκριμένα:

I) Στις 8-11-2011 κοινοποίησε προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου την με ίδια ημερομηνία αναφορά του προς τον Πρύτανη και Αντιπρύτανη του Πανεπιστημίου …, τον Πρόεδρο ΠΤΔΕ και 17 ακόμη καθηγητές στην οποία διέλαβε για τον εγκαλούντα, μεταξύ άλλων, τα αναφερόμενα ως άνω υπό στοιχείο α\ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου ., περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου και των δικαστικών υπαλλήλων – γραμματέων που την παρέλαβαν και την καταχώρησαν στα αρχεία της εισαγγελίας.

II) Στις 10-1-2012 εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Ρόδου, ως μηνυτής προς απόδειξη των από αυτόν καταγγελλομένων, κατέθεσε μεταξύ άλλων τα ανωτέρω αναφερόμενα υπό στοιχείο β’ τα οποία ήταν ψευδή και ο κατηγορούμενος τελούσε σε γνώση της αναλήθειάς τους κατά το μέτρο που αναφέρθηκε ανωτέρω. Τα προαναφερθέντα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος, καθώς ενείχαν αμφισβήτηση της προσωπικής και κοινωνικής του αξιοπρέπειας, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς ο εγκαλών, τον οποίο παρουσίαζε να διαπράττει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος, ήταν Πρύτανης του Πανεπιστημίου …, περιήλθαν δε σε γνώση τρίτων προσώπων και δη της Πταισματοδίκη Ρόδου και της γραμματέως.”
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 2019.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: Ιστότοπος ΑΠ