ΕιρΑθ 610/2020 – Δεκτή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος εγγυητή

 

Δεκτή ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος εγγυητή, χωρίς αυτός να έχει παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως και χωρίς να έχει προηγηθεί εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη. Ακυρώνει διαταγή πληρωμής

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ 610/2020

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτήθηκε από τον Ειρηνοδίκη Εμμανουήλ Φωτάκη , που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα Αφροδίτη Γιαννοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 25/11/2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: ……… ……… του ………, κατοίκου Χαλανδρίου, επί της οδού ……… αρ. …, με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ ……… η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Σπυρίδωνος Αδάμ (ΑΜ ΔΣΑ 32921).

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) ……… ……… του ……… , κατοίκου Χίου, επί της ……… αριθμ. … , με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ ……… και 2) ……… συζύγου ……… ……… το γένος ……… ……… , κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ ……… ΔΟΥ ……… οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους  ………  ……… (ΑΜ ΔΣΑ ………).

H ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4-6-2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 46027/2019 και ειδικό 1038/4-6-2019, της οποίας ορίστηκε αρχικά δικάσιμος με την ταυτάριθμη πράξη της Ειρηνοδίκου, η 25-10-2019. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου εκθέματος και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα εκτίθενται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην   περίπτωση η ανακόπτουσα με την υπό κρίση ανακοπή της, και για τους λόγους που εκθέτει σε αυτή, ζητεί να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 4013/2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 5.377,12 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτησή της εναντίον της από σύμβαση δανείου στο οποίο συνεβλήθη ως εγγυήτρια, καθώς και να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική της δαπάνη.

H κρινόμενη ανακοπή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 632 1, 933 ΚΓΙολΔ) κατά την προκείμενη διαδικασία περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 επ. ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 1 ΚΓΙολΔ), ενόψει του ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 21/5/2019 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών Χρήστου Μόσχου επί του προσκομιζόμενου αντιγράφου της διαταγής πληρωμής), και επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής επιδόθηκε στην αντίκλητο δικηγόρο που υπέγραψε την αίτηση για την έκδοση διαταγής   (άρθρο 632 1 εδ. β ‘ΚΠολΔ) στις 4/6/2019 (βλ. την  αριθμ. 8199/4-6-2019 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, Αγγέλου Αγγελίδη), ήτοι εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στην ανακόπτουσα. Πρέπει, συνεπώς, η ανακοπή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη νομιμότητα και την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση της επίδικης διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενη ότι οι καθ’ ων έπρεπε να στραφούν μόνον κατά της πρωτοφειλέτριας εταιρίας, κάτι που παρέλειψαν και εφόσον η εκτέλεση απέβαινε άκαρπη να στραφούν και κατ’ αυτής προβάλλοντας ένσταση διζήσεως, εκ της οποίας η ίδια δεν έχει παραιτηθεί. O λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 855 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 481, 482, 483, 847 έως 857 A.K. προκύπτει ότι με τη σύμβαση της εγγύησης o εγγυητής αναλαμβάνει έναντι του δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί σ’ αυτόν εκ μέρους του πρωτοφειλέτη η οφειλή (ΑΠ 1500/2008, ΕλλΔ/νη 2008/1449, ΑΓΙ 843/2011, ΕλλΔ/νη 2012/1259). H ευθύνη του εγγυητή είναι παρεπόμενη σε σχέση με την ευθύνη του πρωτοφειλέτη. Μία εκ των εκδηλώσεων του παρεπομένου της ευθύνης εκείνου συνίσταται στο ότι διαθέτει έναντι του δανειστή την αναβλητική ένσταση της διζήσεως, από την οποία χωρεί παραίτηση. Το παρεπόμενο της ευθύνης του εγγυητή εμποδίζει στο να ευθύνεται εκείνος και o πρωτοφειλέτης εις ολόκληρον έναντι του δανειστή (ΑΠ 61/2003 Ελλ/Δνη 44, 736). H καταδίωξη του πρωτοφειλέτη και το ατελέσφορο αυτής δεν αποτελούν στοιχεία της βάσεως της αγωγής του δανειστή και δεν χρειάζεται να περιέχονται σ’ αυτή.

Όταν όμως o εγγυητής προβάλει την ένσταση της διζήσεως o δανειστής θα τα επικαλεσθεί και θα τα αποδείξει. (Καυγάς Ενοχικό υπ’ άρθρ, 855, 856 A.K. σελ. 483 επ., Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδιξ υπ’ αρθρ. 855 σελ. 385 επ.). Η αρχή δε της οικονομίας της δίκης επιβάλλει στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προτείνεται η εν λόγω ένσταση, εφ’ όσον διακριβώσει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα ότι είναι ουσιαστικώς βάσιμος, να μην ασχοληθεί πρότερον με την ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως κατά του εγγυητού, αλλά αυτή θα την ερευνήσει, μετά την άρση του ανωτέρω κωλύματος, ήτοι μετά την πλήρωση της αρνητικής προϋποθέσεως της άκαρπου αναγκαστικής   και την εκ νέου άσκηση της αγωγής του δανειστού κατά του εγγυητού. (ΕφΛαρ 743/2003, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004, σ. 253, ΕφΑθ 1255/2002, Δ/νη 2002, σ. 1069′ Βαθρακοκοίλης, ό.π., άρθρ. 855, αρ. 3- Βρέλλης, ό.π., άρθρ. 855, αρ. 1). O δε δανειστής μπορεί να αποκρούσει την ένσταση διζήσεως, αποδεικνύοντας ότι συντρέχει μια από τις αναφερόμενες στην διάταξη του άρθρου 857 ΑΚ περιπτώσεις αποκλεισμού της ένστασης διζήσεως μεταξύ των οποίων να προβάλει την αντένσταση της παραγράφου 4 ότι δηλαδή η περιουσία του πρωτοφειλέτη δεν αρκεί για την ικανοποίηση της απαίτησής του κι ότι είναι φανερό ότι η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του θα απέβαινε άκαρπη καλούμενος να αποδείξει (388 ΚΓΙολΔ) ότι η αναγκαστική εκτέλεση δεν θα τελεσφορήσει (Εφ.Πατρ.1009/2004 Αρχ Νομολ. 2005, 120). Ατελέσφορη είναι η εκτέλεση όταν η περιουσία του πρωτοφειλέτη δεν επαρκούσε, εφόσον η αναγκαστική εκτέλεση αποβεί άκαρπη, δεν αντιτάσσεται κατά του δανειστή τυχόν μεταγενέστερη εύρεση περιουσίας του πρωτοφειλέτη, αλλά η εκτέλεση αρκεί να επιχειρηθεί μία φορά (Καυγάς, ό.π., άρθρ. 855 – 856, παραγρ. 2 σ. 485) για την ικανοποίηση του δανειστή, το οποίο αποδεικνύεται με την προσκόμιση από το δανειστή της σχετικής έκθεσης του δικαστικού επιμελητή περί μη ανεύρεσης περιουσίας προς κατάσχεση (931 ΚΠολΔ) ή του πίνακα κατάταξης (άρθρ. 974, 1006 § 3 ΚΠολΔ), απ’ όπου θα προκύπτει η ανεπάρκεια του πλειστηριάσματος για την ικανοποίηση του χρέους. (Πίψου, Αρμ 2003, σ. 1700. Σπινέλλης, ό.π., άρθρ. 855, αρ. 6). Σε κάθε περίπτωση το ενδεχόμενο η εκτέλεση να αποβεί άκαρπη εκτιμάται από το δικαστήριο με βάσει τις εκάστοτε περιστάσεις (Ζέπος ΕρμΑΚ 857 αρ. 10 Βρέλλης άρθρ. 857 αρ 12) από τις οποίες όμως πρέπει το ενδεχόμενο αυτό να συνάγεται κατά τρόπο προφανή. Τυχόν αμφιβολίες ως προς το άκαρπο της εκτέλεσης δεν αποκλείουν την ένσταση διζήσεως. Περιπτώσεις εφαρμογής της ρύθμισης συνιστούν: η πλήρης έλλειψη περιουσίας από τον πρωτοφειλέτη (Καυκάς K /Καυκά Δ. Ενοχικών, άρθρ 857, § 2. σ 492 Ζέπος ΕρμΑΚ 857 αρ. 10 Βρέλλης, άρθρ 857 αρ. 12). η πραγματική ή νομική αδυναμία να επιχειρηθεί αναγκαστική εκτέλεση (Ζέπος ΕρμΑΚ 857 αρ 10 άρθρ 857 αρ 12), η επίσπευση άκαρπης εκτέλεσης σε βάρος του πρωτοφελέτη από άλλους δανειστές ή από τον ίδιο δανειστή για άλλη απαίτησή του άρθρ 857 αρ. 12) κλπ. Αν η εγγύηση δόθηκε για χρηματική οφειλή, προφανώς μπορεί να θεωρηθεί μόνον η εκτέλεση που επιχειρείται στα πράγματα της ΑΚ 856 (ΑΠ 463/1994 ΝοΒ 1995,54 Βρέλλης άρθρ 857 αρ 13 Γεωργιάδης – Η εξασφάλιση των πιστωτών § 3 ορ 152). H μη επιχείρηση της από τον δανειστή συνιστά πταίσμα του που περί την είσπραξη της απαιτήσεως που εκδηλώνεται είτε με ενέργειες-πράξεις είτε με παραλείψεις, ένεκα των οποίων γίνεται αδύνατη η ικανοποίησή του από τον πρωτοφειλέτη (ΑΠ 1886/2014, ΕΕμπΔ 2015/328, ΑΠ 1763/2009, ΑΠΙ658/2006, ΑΠ 579/01, ΕφΠατρ 379/2008 εις Νόμος).

Εν προκειμένω , από την αποδεικτική διαδικασία, την ένορκη κατάθεση της υπό των καθ’ ων η ανακοπή προταθείσης μαρτύρος ανταπόδειξης και από την εκτίμηση του συνόλου των εγγράφων, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται  χωρίς κάποιο από αυτά να παραλειφθεί κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς (ΑΠ 1503/2009 2010, 2020, ΑΠ 156/2000 ΑρχΝ 2001, 414), αποδείχθηκε ότι με το από 11/2/2018 ιδιωτικό συμφωνητικό βεβαίας χρονολογίας, η ανακόπτουσα εγγυήθηκε κατά την παράδοση ποσού 10.000€ από τους ων n ανακοπή στην εταιρεία με την υπογραφή της στην σύμβαση δανείου ως άλλωστε συνομολογείται άνευ αμφισβήτησης. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφώνησαν την αποπληρωμή του δανείου από την δανειολήπτρια πρωτοφειλέτιδα εταιρεία σε δύο ισόποσες δόσεις ύψους 5.000€ εκάστη , ορίζοντας ως καταληκτική ημερομηνία εξόφλησης της πρώτης την 31.10.2018 και της δεύτερης την 28/2/2019 με κατάθεση στον αναγραφόμενο στη σύμβαση τραπεζικό λογαριασμό. Παρερχομένων απράκτων των ως άνω προθεσμιών ουδέν κατέβαλε η πρωτοφειλέτρια και οι καθ’ ων η κρινόμενη ανακοπή, αιτήθηκαν κι επέτυχαν την έκδοση της με αριθμό 18574/2018 Διαταγή Πληρωμής της Ειρηνοδίκη Αθηνών κατά της ανακόπτουσας, ως εγγυήτριας στην ανωτέρω σύμβαση, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η τελευταία να καταβάλει στους αντιδίκους της ποσό 5.000€ για κεφάλαιο, πλέον τόκων και εξόδων, χωρίς να στραφούν καθόλου κατά της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας. Αυτή η διαταγή πληρωμής όμως ακυρώθηκε με την υπ’ αριθμόν 1038/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασίας περιουσιακών διαφορών), καθόσον αποδείχθηκε αφενός ότι, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα δεν εγγυήθηκε ως πρωτοφειλέτρια, κι αφετέρου δεν παραιτήθηκε από την ένσταση διζήσεως, διατηρούσα δικαίωμα αρνήσεως καταβολής, εωσότου οι καθ’ ων επιχειρήσουν αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της άνω πρωτοφειλέτριας-δανειολήπτριας εταιρείας και αυτή αποβεί άκαρπη (ΜΠρΘ 38374/2008). Συγχρόνως οι καθ’ ων αιτήθηκαν με την από 9-4-2019 αίτησή τους την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, χωρίς όμως να έχουν προβεί στο μεσοδιάστημα σε καμία πράξη εκτέλεσης κατά της πρωτοφειλέτριας, αλλά αρκούμενοι στην από 5/9/2019 ενυπόγραφη με θεωρημένο γνήσιο αυτής δήλωσή του εκπροσώπου – διαχειριστή και κατόχου του συνόλου πλέον των μεριδίων της ΙΚΕ ότι ούτε o ίδιος ούτε η εταιρεία του διαθέτουν κάποιο εισόδημα ή περιουσιακό στοιχείο στην κυριότητά τους. O ισχυρισμός των καθ’ ων ότι η Ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία «……… ………» εμφανίζει μόνο ζημία, στηριζόμενη στον ισολογισμό του προηγούμενου έτους δεν αποτελεί επαρκές στοιχείο θεμελιωτικό της αντένστασης της παραγράφου 4 του άρθρου 857 ΑΚ. Οι καθ’ ων, οι οποίοι φέρουν και το βάρος απόδειξης όσων ισχυρίζονται, ουδόλως απέδειξαν ότι η πρωτοφειλέτρια δεν διαθέτει καθόλου περιουσιακά στοιχεία, ενώ η επικαλούμενη γνώση τους για την δεινή της οικονομική κατάσταση λόγω του κλειστού κύκλου της Χίου, όπου αυτή εδρεύει και οι ίδιοι διαμένουν, δεν εκτιμάται ως ικανό στοιχείο που να φανερώνει ότι θα απέβαινε άκαρπη τυχόν αναγκαστική εκτέλεση, δοθέντος ότι τούτο δεν βεβαιώνεται από κάποιον δικαστικό επιμελητή ή από άλλο αρμόδιο θεσμικό όργανο. Εισέτι, από τις προσκομισθείσες αναρτήσεις στο διαδίκτυο αποδείχθηκε ότι η πρωτοφειλέτρια εταιρεία είναι ενεργή και δεν έχει διακόψει τις εργασίες της. Διαθέτει προϊόντα προς πώληση στο καταναλωτικό κοινό, έχουσα αντικείμενο εργασιών και άρα διαθέτοντας κινητά πράγματα που μπορούν εν δυνάμει να αποτελέσουν αντικείμενο εκτέλεσης, ενώ στην ιστοσελίδα της στο διαδίκτυο δίδεται η δυνατότητα στους καταναλωτές να πραγματοποιούν ηλεκτρονικές συναλλαγές οι οποίες απαιτούν χρήση τραπεζικών λογαριασμών οι οποίοι μπορούν να δεσμευθούν προς ικανοποίηση των δανειστών. Οι καθ ‘ων συνομολογούν δε ότι ουδεμία πράξη εκτέλεσης εις βάρος της επέσπευσαν, ενώ ουδόλως απέδειξαν ότι η μη επισπευθείσα εκτέλεση θα απέβαινε άκαρπη, απορριπτομένης της αντενστάσεως τους. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, συνακόλουθα δε και η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων αυτής.

Τέλος, η δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των καθ’ ων , λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 591 § 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 4013/2019 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών .

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των καθ’ ων τη δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 28 Μαΐου 2020.

Ο ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ