ΜονΠρωτΠειρ 3511/2019 – Αδικοπραξία. Ατύχημα επιβάτη σε πλοίο. Επανάληψη συζήτησης προκειμένου να αξιολογηθεί η αιτιολογία σχετικής απόφασης των ποινικών δικαστηρίων.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός αποφάσεως 3511/2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../………../2018)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ξ. Λ. του Γ., κατοίκου Κ. Χ., οδός …, με ΑΦΜ … ΔΟΥ Χαλανδρίου, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια, δυνάμει του από 5.12.2018 πληρεξουσίου εγγράφου, θεωρημένου ως προς το γνήσιο της υπογραφής από αρμόδια αρχή κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικηγόρος της ……….. του ……….. (ΑΜ/ΔΣΠ … – βλ. το Νο …/12.12.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Α. (Λ. …) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Ι. Μ. του Π., κατοίκου Π……., οδός …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος, δυνάμει του από 5.12.2018 πληρεξουσίου εγγράφου, θεωρημένου ως προς το γνήσιο της υπογραφής από δικηγόρο κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, δικηγόρος του Σπυρίδων Αδάμ του Αθανασίου (ΑΜ/ΔΣΑ … – βλ. το Νο …/14.12.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Λ. (οδός …) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

2. Της υπό εκκαθάριση ναυτικής εταιρείας του Ν. 959/1979 με την επωνυμία «…» (…), η οποία εδρεύει στον Π………, οδός …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια, δυνάμει του από 3.12.2018 πληρεξουσίου εγγράφου του εκκαθαριστή της …, θεωρημένου ως προς το γνήσιο της υπογραφής από αρμόδια αρχή κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την από 19.5.2016 με Α.Π. 2212.3-1/821/21/42170/2016 βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών του Υπουργείου Ναυτιλίας & Νησιωτικής Πολιτικής, δικηγόρος της ……….. του ………..(ΑΜ/ΔΣΠ … – βλ. το Νο …/14.12.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Π……. (…) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 4.9.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 9197/4103/5.9.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 28.1.2019 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, τέτοια δε νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη (ΕφΠειρ 161/2004 ΕΝαυτΔ 2004.3), η οποία (αρχή), σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει να επιχειρήσει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2247/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 380/2008 ΧρΙΔ 2008.880). Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση αξιώσεως αποζημιώσεως αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ): α) η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και β) επέφερε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1396/2010, ΑΠ 605/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2247/2009 ο.π.). Εξάλλου, από το άρθρο 922 ΑΚ, που ορίζει ότι ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα, κατά την υπηρεσία του, προκύπτει ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του, προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτους, όχι μόνον κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Ειδικότερα, για την ευθύνη του προστηθέντος απαιτείται η πράξη του να μην είναι άσχετη ή ξένη, αλλά να βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη συνάφεια με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανατέθηκε, υπό την έννοια ότι η επιβλαβής επενέργεια δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της ζημιογόνου πράξεως. Επιρρίπτονται δηλαδή στον προστήσαντα όλοι οι τυπικοί κίνδυνοι που συνδέονται οργανικά με τη δραστηριότητα, την οποία ανέθεσε στον προστηθέντα, και αν ακόμη προήλθαν επ’ ευκαιρία της εκτελέσεως της υπηρεσίας του ή κατά κατάχρηση αυτής και κατά παράβαση των διαταγών ή οδηγιών που του δόθηκαν, καθώς και από κάθε άλλη πράξη, η οποία προήλθε από τη δυνατότητα που παρέσχε η πρόστηση στον προστηθέντα προς χρησιμοποίηση για άλλον σκοπό των μέσων που του διατέθηκαν για την εκτέλεση της υπηρεσίας του (ΑΠ 651 /2001 Αρμ 2001.1475, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 1985.607, ΕφΑθ 2909/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν ευθύνεται όμως ο προστήσας, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς του λόγους, άσχετους με την υπηρεσία που του ανατέθηκε, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα από αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 957/2003, ΑΠ 779/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να περιέχει στο δικόγραφό της σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται από τον νόμο για τη θεμελίωση της διαγνωστέας αγωγικής αξίωσης και νομιμοποιούν τον ενάγοντα στην άσκησή της κατά του εναγόμενου. Ειδικότερα, για τη θεμελίωση αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία την οποία τέλεσε προστηθείς, πρέπει να εκτίθενται τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος της εναγομένης και τα γεγονότα που δικαιολογούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της επελθούσας ζημίας του ενάγοντος (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 861/2014, ΑΠ 1009/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 84 εδ. β΄ του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ), ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες, που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις ανωτέρω γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης (προστήσας) ευθύνεται, όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή όταν η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 864/2009 ΕΝαυτΔ 2009.184, ΑΠ 1711 /2008 ΕΕμπΔ 2009.875, ΑΠ 380/2008 ο.π.). Τέλος, από το συνδυασμό και των διατάξεων των άρθρων 481, 483-486, 922 και 926 ΑΚ συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται εις ολόκληρον με τον προστηθέντα, που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε την περιουσιακή ή τη μη περιουσιακή ζημία, δημιουργούμενης έτσι παθητικής εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 181/2011 ΧρΙΔ 2011.664, ΑΠ 72/2007 ΧρΙΔ 2007.411, ΑΠ 160/2001 ΑρχΝ 2001.868· Γεωργιάδη στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, 922 αρ. 41, 926 αρ. 16) με τις εξ αυτής συνέπειες (ΕφΠειρ 1042/1986 ΕΝαυτΔ 1989.456). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ιδίας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για την ύπαρξη οφειλής εις ολόκληρον αποτελεί η ταυτότητα της παροχής που οφείλουν περισσότεροι οφειλέτες. Ως ταυτότητα παροχής νοείται η ταυτότητα του σκοπού της παροχής, ο οποίος είναι το συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωσή της. Η ταυτότητα αυτή της παροχής δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού παραγωγικού λόγου γενέσεώς της και για το λόγο αυτό η υποχρέωση ή η κοινή ευθύνη του συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο, αρκεί η ικανοποίηση του ίδιου συμφέροντος του δανειστή (ΑΠ 1489/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τα άρθρα 481 και 483 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει ότι επί παθητικής εις ολόκληρον οφειλής η καταβολή που έγινε από ένα των συνοφειλετών απαλλάσσει και τους λοιπούς (ΑΠ 22/2004 ΝοΒ 2004.1206). Περαιτέρω, το άρθρο 107 ΚΙΝΔ ορίζει τα ακόλουθα: «Η σύμβασις ναυλώσεως έχει ως αντικείμενον την έναντι ανταλλάγματος: α) χρησιμοποίησιν του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωσις) ή εν μέρει (μερική ναύλωσις) προς ενέργειαν θαλάσσιας μεταφοράς, β) μεταφοράν πραγμάτων δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς πραγμάτων), γ) μεταφοράν επιβατών δια θαλάσσης (σύμβασις μεταφοράς επιβατών). Επί της συμβάσεως μεταφοράς πραγμάτων, εφόσον άλλο τι δεν ορίζεται υπό του νόμου ή δεν συνομολογείται ρητώς ή δεν προκύπτει εκ της φύσεως της σχέσεως, εφαρμόζονται αι διατάξεις περί ολικής ή μερικής ναυλώσεως. Η μεταφορά επιβατών ρυθμίζεται υπό των ειδικών διατάξεων του Κεφαλαίου Ζ του παρόντος τίτλου». Όπως συνάγεται από τη διατύπωση του ανωτέρω άρθρου, αλλά και από την Εισηγητική Έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του Σχεδίου του ΚΙΝΔ, οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση διατυπώθηκαν για να εφαρμόζονται κατά πρώτον λόγο στην κατά κυριολεξία ναύλωση (strictu sensu ναύλωση, όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση) και, υπό τις προϋποθέσεις της παρ. 2, στη σύμβαση μεταφοράς πραγμάτων (ΕφΠειρ 207/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με παραπομπή σε Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τομ. II, εκδ. 2007, σελ. 7-8). Κατά την επικρατέστερη άποψη η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη υπάγεται στη latu sensu ναύλωση και ρυθμίζεται, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 174-189 ΚΙΝΔ, συμπληρωματικά και απ’ όσες διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ προσαρμόζονται στη φύση της σχέσης (ΕφΠειρ 207/2015 ο.π. με παραπομπές: Ιω. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, τομ. 2ος, εκδ. 2005, υπ’ αρθρ. 107, παρ. 4.1, σελ. 100, αντιθ. Πην. Αγαλλοπούλου- Ζερβογιάννη, Ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα για ατύχημα επιβατών, σελ. 381-383, που θεωρεί ότι εφαρμόζονται συμπληρωματικά στα άρθρα 174-189 ΚΙΝΔ μόνον οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου). Η συμφωνία αυτή (θαλάσσιας μεταφοράς επιβάτη) δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις εκατέρωθεν. Ειδικότερα δημιουργεί στον εκναυλωτή την υποχρέωση για ασφαλή και άνετη μεταφορά του επιβάτη (άρθρα 44, 104, 110, 111, 235 ιστ΄ Ν.Δ. 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου»), ενώ κατά το άρθρο 84 εδ. β΄ του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), όπως προεκτέθηκε, ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος, το πλήρωμα ή ο πλοηγός κατά την εκτέλεση των ανατεθειμένων σ’ αυτούς καθηκόντων (ΕφΠειρ 170/2008 ΕΝαυτΔ 2008.120). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση αποδίδουν στην ουσία τις ρυθμίσεις της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών του 1924 για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές (Κανόνες Χάγης), που αφορούν τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, η οποία κυρώθηκε, μαζί με τις τροποποιήσεις του 1963 (Κανόνες του Βίσμπυ) και τα δύο τροποποιητικά της Πρωτόκολλα των ετών 1968 και 1979, με το Ν. 2107/1992. Άλλωστε, η διεθνής μεταφορά επιβατών διέπεται στην Ελλάδα από τη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους» («Σύμβαση των Αθηνών»), όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (ΦΕΚ Α΄ 15/15.2.1991) και 4195/2013 (ΦΕΚ Α΄ 211/10.10.2013) αντίστοιχα, καθώς και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2009 «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών, σε περίπτωση ατυχήματος», ο οποίος, με βάση το άρθρο 2, ισχύει από την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι από την 29.5.2009, η δε εφαρμογή του αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της Σύμβασης των Αθηνών, όσον αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι όμως αργότερα από την 31.12.2012. Στο μέτρο, πάντως, που συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας ο επιβάτης μπορεί να στηρίξει τις αξιώσεις του για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης στις διατάξεις των άρθρων 914 επ., 932 ΑΚ (ΕφΠειρ 207/2015 ο.π. με παραπομπή σε Ιω. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, ο.π., υπ’ αρθρ. 174, παρ. 3, σελ. 471-472). Τούτο συμβαίνει όταν η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί πέραν της αξιώσεως από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως αντικειμενική στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1024/2010, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1734/2009 ΧριΔ 2011.100, ΕφΠειρ 207/2015 ο.π., ΕφΠειρ 617/2014 ΔΕΕ2014.1193, ΕφΠειρ 53/2012 ΕΝαυτΔ 2012.125 = ΕΕμπΔ 2013.130). Τέλος, στο Β.Δ. 683/1960 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί ελληνικών επιβατικών πλοίων 500 κ.ο.χ. και άνω», προβλέπονται στο άρθρο 114 ως εν γένει καθήκοντα των αρχιθαλαμηπόλων τα εξής: «Οι Αρχιθαλαμηπόλοι είναι οι υπαξιωματικοί υπόλογοι επί της υπηρεσίας επιβατών της θέσεως ης προΐστανται και του κατωτέρου προσωπικού αυτής. Τελούσι υπό τας αμέσους διαταγάς και τον έλεγχον του Αρχιθαλαμηπόλου προϊσταμένου εν τη ενασκήσει των καθηκόντων των», ειδικότερα δε, βάσει του άρθρου 115, οι αρχιθαλαμηπόλοι, μεταξύ άλλων καθηκόντων τους, «α) ευθύνονται διά την απόλυτον καθαριότητα, καλήν συντήρησιν και ευπρέπειαν των κοιτωνίσκων, εστιατορίων, καπνιστηρίων, αναγνωστηρίων και λοιπών αιθουσών, λουτήρων, αποχωρητηρίων και πάντων εν γένει των διαμερισμάτων των προοριζομένων προς χρήσιν των επιβατών και διά την απόλυτον καθαριότητα, καλήν συντήρησιν και ασφαλή φύλαξιν των εν αυτοίς επίπλων, σκευών και ειδών επιτραπεζίων, κατακλίσεως, πλύσεως και πάντων των αναλωσίμων και μη αναλωσίμων υλικών θέσεων, τα οποία διαχειρίζονται υπευθύνως, τηρούντες προς τούτο ειδικόν βιβλίον απογραφής, …ζ) καταβάλλουσιν ιδιαιτέραν μέριμναν όπως παρέχεται αδιαλείπως εις τους επιβάτας πάσα δυνατή περιποίησις και άνεσις μετά προθυμίας και ταχύτητος και συμφώνως προς τους κανόνας της καλής συμπεριφοράς και της ξενοδοχειακής εθιμοτυπίας και επιλαμβάνονται εις πρώτον βαθμόν της θεραπείας των παραπόνων αυτών, … ιγ) ενεργούσιν ανελλιπώς επιθεωρήσεως εις άπαντα τα υπό την δικαιοδοσίαν των διαμερισμάτων … ιδ) εν περιπτώσει ασθενείας, δυστυχήματος ή εξαφανίσεως επιβάτου, ειδοποιούσιν αμελλητί τον Ύπαρχον και τον ιατρόν του πλοίου». Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως εκτιμάται, η ενάγουσα εκθέτει ότι, στα πλαίσια εκδρομής που οργάνωσε το ταξιδιωτικό πρακτορείο με την επωνυμία «ΧΑΛΟΥΛΟΣ ΙΚΕ», αυτή επιβιβάσθηκε στις 11.9.2013, στο λιμένα του Πειραιά, επί του Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου «…», υπό ελληνική σημαία, του οποίου πλοιοκτήτρια είναι η δεύτερη εναγομένη εταιρεία, προκειμένου να συμμετάσχει σε μονοήμερη κρουαζιέρα στα νησιά του Αργοσαρωνικού. Ότι, λίγο πριν την επιστροφή του προαναφερθέντος πλοίου στον ως άνω λιμένα προς αποβίβαση, αφού χρησιμοποίησε την τουαλέτα, κατευθύνθηκε προς το νιπτήρα για να πλύνει τα χέρια της. Ότι, κατά την ως άνω κίνησή της, ενώ βάδιζε, απώλεσε την ισορροπία της (γλίστρησε), λόγω ολισθηρότητας του δαπέδου του πλοίου, συνεπεία συγκεντρωμένων υδάτων, και έπεσε βιαίως επί του δαπέδου, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί στα δόντια της και τον δεξιό της ώμο. Επίσης, επικαλείται ότι ο ως άνω τραυματισμός της οφείλεται σε υπαιτιότητα του αρχιθαλαμηπόλου του εν λόγω πλοίου – πρώτου εναγόμενου και συγκεκριμένα σε αμέλειά του, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, συνίσταται στο ότι, αν και ήταν υπόχρεος να διατηρεί σε ευπρεπή και ασφαλή κατάσταση τους κοινόχρηστους χώρους, βάσει των διατάξεων του άρθρου 115 του β.δ. 683/1960, δε μερίμνησε για την άμεση στεγανοποίηση των γυναικείων αποχωρητηρίων ούτε επιμελήθηκε της τοποθέτησης ειδικής σήμανσης που να προειδοποιεί για τον σχετικό κίνδυνο. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί, μετά από μερικό περιορισμό (τροπή) του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β και 297 ΚΠολΔ), α. να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να τής καταβάλουν το συνολικό ποσό των 22.362,20 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 2.362,20 ευρώ ως αποζημίωση, όπως κάθε επιμέρους κονδύλιο εκτίθεται στην αγωγή, και το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, καθώς και β. να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να τής καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές διατάξεις της και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. 9773Β΄/6.9.2018 και …/6.9.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Δ. Χ., με τις κάτωθι αυτών ταυθήμερες αποδείξεις παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και τις από 7.9.2018 βεβαιώσεις της εν λόγω δικαστικής επιμελήτριας περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου), παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρα 9, 14 αριθ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 3 Α – Β περ. δ΄, ιζ΄του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Η ένδικη αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι πλήρως ορισμένη, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, ήτοι περιγράφει την αμελή συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου, προστηθέντος της δεύτερης εναγομένης, καθώς και τη ζημία της ενάγουσας που επήλθε συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του άνω προστηθέντος, επομένως οι σχετικοί περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγομένων τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 297, 298 εδ. α΄, 299, 330, 334, 481 επ., 71, 914, 922, 926, 929, 932, 346 ΑΚ, 84, 105, 106, 107, 174 επ. ΚΙΝΔ, 115 β.δ. 683/1960, 70, 907, 908, 176 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αντικείμενο καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. 247987788959 0211 0014 e-παράβολο, σε συνδυασμό με το από 12.12.2018 αποδεικτικό εξόφλησης e-παραβόλου της «Τράπεζας Πειραιώς»).

Κατά το άρθρο 289 αριθ. 4 του ΚΙΝΔ, σε ετήσια παραγραφή, αρχόμενη, σύμφωνα με το άρθρο 291 του ίδιου Κώδικα, από τη λήξη του έτους κατά το οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, υπόκεινται οι αξιώσεις από τη σύμβαση ναύλωσης, μεταφοράς επιβατών ή πραγμάτων, καθώς και από τη μη προσήκουσα εκτέλεση της σύμβασης. Αλλά εφόσον με την αξίωση από τη σύμβαση συρρέει και αξίωση από αδικοπραξία (άρθρο 914 ΑΚ), η αυτοτελής αυτή αξίωση υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ [ΑΠ 380/2008, ΑΠ 376/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 733/2013 ΕΝαυτΔ 2013.118· Ρόκα/Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδοση (2015), §§ 636-637]. Στην προκείμενη περίπτωση, προς απόκρουση των αγωγικών αξιώσεων, η δεύτερη εναγόμενη προτείνει παραδεκτώς με τις προτάσεις της την κατά τις πιο πάνω διατάξεις του ΚΙΝΔ ένσταση ετήσιας παραγραφής, ισχυριζόμενη ότι αυτή ξεκίνησε την 1.1.2014, καθόσον το ένδικο συμβάν επισυνέβη στις 11.9.2013, και συμπληρώθηκε την 31.12.2014, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5.9.2018 και επιδόθηκε σ’ αυτήν στις 6.9.2018. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω παραδεκτά προτεινόμενος περί παραγραφής ισχυρισμός, ο οποίος είναι ορισμένος, τυγχάνει νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 289 αριθ. 4 και 291 ΚΙΝΔ και κατ’ ουσία βάσιμος ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης ως μεταφορέα, νόμω αβάσιμος, ωστόσο, και απορριπτέος ως προς τη συρρέουσα αδικοπρακτική ευθύνη της. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων που προσάγονται με επίκληση από τους διαδίκους προκύπτει ότι η ενάγουσα ήγειρε σε βάρος των εναγόμενων την υπό κρίση από 4.9.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 9197/4103/5.9.2018 αγωγή της, η οποία επιδόθηκε στη δεύτερη εναγόμενη στις 6.9.2018 (βλ. την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. …/6.9.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Δ. Χ.). Επομένως, κατά το χρόνο άσκησής της είχε συμπληρωθεί η ενιαύσια παραγραφή του άρθρου 289 αριθ. 4 ΚΙΝΔ, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως προς την εκ συμβάσεως βάση της, καθόσον πρόκειται για σωματική βλάβη επιβάτη κατά την εκτέλεση εσωτερικής θαλάσσιας μεταφοράς, η οποία κατά το αγωγικό δικόγραφο έλαβε χώρα στις 11.9.2013, με συνέπεια η παραγραφή να αρχίσει την 1.1.2014, ήτοι μόλις έληξε το έτος στο οποίο συνέπεσε η αφετηρία αυτής, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 291 εδ. α του ΚΙΝΔ, και να συμπληρωθεί την 31.12.2014. Η ενιαύσια, ωστόσο, παραγραφή του άρθρου 289 αριθ. 4 ΚΙΝΔ δεν τυγχάνει εφαρμογής στη συρρέουσα αδικοπρακτική αξίωση της ενάγουσας, η οποία, ως πενταετής, σύμφωνα με το άρθρο 937 ΑΚ, δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή ως προς την αδικοπρακτική της βάση δεν έχει παραγραφεί, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της δεύτερης εναγόμενης. Σημειώνεται ότι η διετής παραγραφή που προβλέπεται στο άρθρο 16 της Διεθνούς Σύμβασης των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 «σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους» («Σύμβαση των Αθηνών»), όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, που κυρώθηκαν με τους Ν. 1922/1991 (ΦΕΚ Α΄ 15/15.2.1991) και 4195/2013 (ΦΕΚ Α΄ 211/10.10.2013), δεν εφαρμόζεται στην ένδικη περίπτωση, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο πρώτος εναγόμενος με την προσθήκη-αντίκρουση στις προτάσεις του, προς επίρρωση του προταθέντος από την εναγόμενη σχετικού ισχυρισμού, καθόσον η εν λόγω Σύμβαση διέπει μόνο τη διεθνή μεταφορά επιβατών και όχι τη μεταφορά μεταξύ λιμένων του ίδιου κράτους (εσωτερική), όπως εν προκειμένω.

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 254 παρ. 1 εδάφ. α΄, β΄ και γ΄ ΚΠολΔ, μετά την αντικατάστασή του με το νόμο 4335/2015, το Δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάξει την επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως (ή τη διάσκεψη) παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση (ΑΠ 2155/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 127/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, από την υπ’ αριθ. …/7.12.2018 ένορκη βεβαίωση της M. D., που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …/3.12.2018 και …/4.12.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Δ. Χ., με τις κάτωθι αυτών αποδείξεις παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και τις από 4.12.2018 βεβαιώσεις της εν λόγω δικαστικής επιμελήτριας περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου), από τις υπ’ αριθ. …/13.12.2018 και …/13.12.2018 ένορκες βεβαιώσεις των Κ. Δ. και Ι. Α. αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια του πρώτου εναγόμενου ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/10.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Ά. Α. και, ως προς την ομόδικό του δεύτερη εναγόμενη, την υπ’ αριθ. …/10.12.2018 έκθεση επίδοσης του ιδίου δικαστικού επιμελητή), από τις υπ’ αριθ. …/13.12.2018 και …/13.12.2018 ένορκες βεβαιώσεις των Δ. Μ. και Γ. Τ. αντίστοιχα, που λήφθηκαν με επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά και της συμβολαιογράφου Καλλιθέας Γεωργίας Σκούρα αντίστοιχα, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της κατ’ άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθ. …/7.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Ν. Ζ.), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 11.9.2013 η ενάγουσα, ηλικίας 66 ετών, μαζί με τη φίλη της M. D. είχε επιβιβασθεί στο λιμάνι του Πειραιά επί του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Τ/Ρ πλοίου “…”, Ν.Π. …, πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας, προκειμένου να πραγματοποιήσει μονοήμερη εκδρομή στα νησιά του Αργοσαρωνικού και συγκεκριμένα στα νησιά Πόρο – Ύδρα – Αίγινα. Κατά την επιστροφή του πλοίου στον Πειραιά και περίπου μισή ώρα προτού καταπλεύσει, περί τις 19.00, η ενάγουσα επισκέφθηκε την τουαλέτα του πλοίου, όπου γλίστρησε και, χάνοντας την ισορροπία της, έπεσε και χτύπησε στα δόντια της και στον δεξιό της ώμο. Ειδικότερα η ενάγουσα υπέστη, όπως ακολούθως, μετά τη μεταφορά της στο νοσοκομείο «“…» διαπιστώθηκε ιατρικά, παρεκτοπισμένο κάταγμα μείζονος βραχιονίου ογκώματος, ένεκα του οποίου υποβλήθηκε στις 13.9.2013 σε χειρουργική επέμβαση προς αποκατάσταση του ως άνω κατάγματος με εσωτερική οστεοσύνθεση κατάγματος του άνω πέρατος του βραχιονίου οστού με πλάκα και κοχλίες και επανακαθήλωση της αποσπαστικής ρήξης του τενοντίου πετάλου, εξελθούσα του ανωτέρω νοσοκομείου στις 16.9.2013 με σύσταση για φυσικοθεραπείες. Περαιτέρω, κατόπιν κλινικής και ακτινογραφικής εξέτασης, προέκυψαν τα ακόλουθα οδοντολογικά προβλήματα, συνεπεία του ατυχήματος, σύμφωνα με την από 3.10.2013 γνωμάτευση της χειρουργού οδοντιάτρου …, ήτοι ευσειστότητα των κάτω έξι πρόσθιων και άνω έξι πρόσθιων δοντιών, αποκόλληση και απώλεια κεραμικής όψης στο 22 και κατάγματα κοπτικών γωνιών στα 11, 21, 22. Την ενάγουσα βρήκε πεσμένη ο πρώτος εναγόμενος, αρχιθαλαμηπόλος, κατά τη διενέργεια τακτικού ελέγχου των γυναικείων κοινοχρήστων χώρων, ο οποίος και τη βοήθησε να σηκωθεί και τη συνόδευσε στο κεντρικό σαλόνι προκειμένου να καθίσει. Σε βάρος του τελευταίου, ως υπόχρεου λόγω του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υπόχρεου, ήτοι για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 314 παρ. 1 εδ. α – 315 παρ. 1 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 115 του β.δ. 683/1960, με στοιχεία ΑΒΜ Γ2014/……………… ΕΓ 7-15/…, για την οποία και καταδικάσθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. ΒΜ ……………./2018 απόφασης του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς σε ποινή φυλάκισης οκτώ (8) μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη επί τριετία. Ο πρώτος εναγόμενος προσκομίζει απόσπασμα της ως άνω απόφασης, πλην όμως το Δικαστήριο κρίνει απαραίτητο για την ασφαλή διαμόρφωση κρίσεως ως προς την υπό κρίση υπόθεση να προσκομιστεί η έκθεση των πρακτικών με την ως άνω απόφαση, καθαρογραμμένη. Τούτο δε, προκειμένου να τεθούν σε γνώση του Δικαστηρίου τόσο η ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας όσο και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, αλλά και το σκεπτικό του Δικαστηρίου σχετικά με την αμέλεια του κατηγορουμένου που το οδήγησε σε καταδικαστική κρίση, λαμβανομένου υπόψη ότι με την υπ’ αριθ. Α-…/9.3.2015 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ε.Ν. ο πρώτος εναγόμενος απηλλάγη ομόφωνα λόγω αμφιβολιών ως προς την υπαιτιότητα της αποδιδόμενης σ’ αυτό παράβασης του άρθρου 115 παρ. α β.δ. 683/1960, καθώς και του άρθρου 245, σε συνδυασμό με τα άρθρα 248 παρ. γ και 249 παρ. 1 β του ΚΔΝΔ (ν.δ. 187/1973). Σημειώνεται ότι από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως ένορκες βεβαιώσεις το Δικαστήριο δεν δύναται να αχθεί στον σχηματισμό σαφούς και στέρεης δικανικής πεποίθησης σχετικά με το επίμαχο περιστατικό, καθόσον οι καταθέσεις τόσο της φίλης της ενάγουσας … όσο και της Κ. Δ., εργαζόμενης στο κοσμηματοπωλείο (μπουτίκ) του πλοίου, που προσέτρεξαν σε βοήθεια και συνομίλησαν με την ενάγουσα, πηγάζουν από τις διηγήσεις της τελευταίας, βεβαιώνοντας ωστόσο διαφορετική εκδοχή του ατυχήματος η καθεμία, και δη η μεν Μ. Ν. ότι η ενάγουσα γλίστρησε κατά την έξοδό της από την τουαλέτα και αφού έκανε 2-3 βήματα κατευθυνόμενη προς τον νιπτήρα για να πλύνει τα χέρια της, η δε Κ. Δ. ότι γλίστρησε αφού είχε πλύνει τα χέρια της, όταν έστριψε προκειμένου να μεταβεί εκ νέου στην τουαλέτα για να πάρει χαρτί να σκουπίσει τα χέρια της, ενώ ούτε οι λοιποί μάρτυρες των εναγόμενων βεβαιώνουν από προσωπική τους αντίληψη την ύπαρξη ή μη νερών στο δάπεδο των γυναικείων κοινοχρήστων χώρων κατά τον επίδικο χρόνο. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να προσκομιστεί επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό ΒΜ ……../2018 απόφασης του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, επικυρωμένο αντίγραφο της έκθεσης πρακτικών και απόφασης υπ’ αριθ. ΒΜ ………/2018 του Β΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις 22-10-2019.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ