ΕιρΝΙωνίας 312/2018 – Παράνομος ανατοκισμός εισφοράς ν. 128/1975. Από τις εγγραφές στις κινήσεις των λογαριασμών δεν είναι εφικτός ο διαχωρισμός των επιμέρους κονδυλίων. Δέχεται ανακοπή. Ακυρώνει Διαταγή Πληρωμής.

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ

Αριθμός 312/2018

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Νέας Ιωνίας Γεωργία Παναγιώτου και από την Γραμματέα Ευθυμία Κυριακίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο στις 16 Μαΐου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …………… …………… του ……………, κατοίκου Ηρακλείου Αττικής (οδός …………… αρ. …), με ΑΦΜ ……………, που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αδάμ.

ΤΗΣ ΚΑΘ ΉΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με τον διακριτικό τίτλο «……………», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………… αρ. …), νόμιμα εκπροσωπούμενη, η οποία στο Δικαστήριο δεν εκπροσωπήθηκε, ούτε παραστάθηκε.

ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και με τον διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στο Δήμο Αθηναίων (οδός …………… αρ. …) και νόμιμα εκπροσωπούμενη, με ΑΦΜ ……………, ενεργούσα ως μη δικαιούχος διάδικος, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Ν.4354/2015 και δυνάμει της από 30-6-2017 σύμβασης Κύριας Διαχείρισης κατ’ εντολή και για λογαριασμό της αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………», με έδρα το Λουξεμβούργο (…………… Luxembourg), εγγεγραμμένη στο Εμπορικό Μητρώο και Μητρώο Εταιρειών του Λουξεμβούργου με αριθμό ……………, που υπόκειται στο νόμο του Λουξεμβρούργου της 22 Μαρτίου 2004 περί τιτλοποίησης, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με τον διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………… αρ. …) νόμιμα εκπροσωπούμενη, με ΑΦΜ ……………, δυνάμει της από 30-6-2017 σύμβασης αγοράς χαρτοφυλακίου δανείων (Loan Portofolio Purchase Agreement), που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………… …………… .

ΤΗΣ ΥΠΕΡ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………… …………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με τον διακριτικό τίτλο «……………» (πρώην ……………), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός …………… αρ. …), νόμιμα εκπροσωπούμενη.

ΤΟΥ ΚΑΘ ΌΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: …………… …………… του ……………, κατοίκου Ηρακλείου Αττικής (οδός …………… αρ. …), με ΑΦΜ ……………, που εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Αδάμ.

Ο ανακόπτων με την από 3-6-2015 ανακοπή του, που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό και κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 133/2015, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της.

Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 21-2-2018 πρόσθετη παρέμβασή της που απευθύνεται στο Δικαστήριο αυτό και κατατέθηκε με αύξοντα αριθμό 5/2018, ζήτησε όσα αναφέρονται στο αιτητικό της

Για τη συζήτηση της αίτησης αυτής ορίστηκε η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Ακολούθησε συζήτηση όπως σημειώνεται στα πρακτικά.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός, ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους, οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται.

Εξάλλου, υπάρχει αναγκαστική ομοδικία του άρθρου 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, το οποίοι κατ’ άρθρο 83 του ίδιου κώδικα εφαρμόζεται και στις σχέσεις μεταξύ προσθέτως παρεμβαίνοντος και υπερ ού η παρέμβαση, όταν η ισχύς της αποφάσεως στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, δηλαδή επί της καλούμενης αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως. Αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειάς της στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης εις βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη όσον αφορά στις σχέσεις παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικο του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μία νέα έννομη σχέση / αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος αποφάσεως. Η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπερ ού η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως κατά πλάσμα δικαίου αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κύριου διαδίκου (ΑΠ 177/2017).

Οι υπό κρίση α) από 3-6-2015 με αρ. καταθ. 133/2015 ανακοπή και β) από 21-2-2018 με αριθμό καταθ. …/…/2018 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, εκκρεμούν προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρ. 632 παρ. 1 σε συνδ. με 583, 584, 585, 31 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να συνεκδικαστούν κατ’ άρθρο 246 ΚΠολΔ, λόγω της προδήλου συνάφειάς τους.

Με την υπ’ αριθμ. καταθ. 133/2015 ανακοπή και για τους λόγους που διαλαμβάνονται σε αυτή ο ανακόπτων ζητά την ακύρωση της υπ ‘ αριθμ. 108/2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου. Η ανακοπή αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 632 παρ.1 ΚΠολΔ), όχι όμως με την προκείμενη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, αλλά με την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρ. 637-647 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 14 παρ.1 του Ν.4055/2012 σε  συνδυασμό με το άρθρο 113 του ίδιου νόμου, αφού ληφθεί υπόψη ότι η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε την 5-6-2015, δεδομένου ότι το Δικαστήριο αφού αποφανθεί αυτεπαγγέλτως για αυτό, διατάσσει, σύμφωνα το άρθρο 591 παρ.2 ΚΠολΔ, την εκδίκαση της ανακοπής κατά την προσήκουσα διαδικασία, την οποία και εφαρμόζει. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το εισαγωγικό δικόγραφο και τους λόγους αυτού, στην κρινόμενη ανακοπή παραδεκτά σωρεύονται κατ’ άρθρα 218, 585 ΚΠολΔ, η ανακοπή του άρθρου 632 και η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, καθόσον υπάγονται στο ίδιο αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρ. 632 παρ. 1 και 584 ΚΠολΔ) και δικάζονται κατά την ίδια διαδικασία (άρθρ. 635 επ και 937 παρ.3 ΚΠολΔ). Επίσης η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα εντός δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στον ανακόπτοντα, η οποία επιδόθηκε στις 14-5-2015 όπως προκύπτει από την υπ ‘ αριθμ. 74785Γ έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Παρασκευής Νταλάκα και η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε στις 5-6-2015, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 7572Γ έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών Παναγιώτη Νικολόπουλου. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Με την υπ’ αριθμ. καταθ. 790/5/2018 συνεκδικαζόμενη αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», αφού παραθέτει αυτολεξεί το περιεχόμενο της κρινόμενης ανακοπής, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, ισχυριζόμενη ότι σε χρόνο μεταγενέστερο της εκκρεμοδικίας δυνάμει της ένδικης ανακοπής, η καθ ‘ης η ανακοπή και υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, μεταβίβασε την επίδικη απαίτηση επί της υπ ‘αριθμ. 369005707 σύμβασης δανείου (άρθρ. 225 ΚΠολΔ) προς την αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού, με την επωνυμία «………» η οποία έχει αναθέσει τη διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σε αυτή, ενεργούσα ως μη δικαιούχος διάδικος σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν.4354/2015 και δυνάμει της από 30-6-2017 σύμβασης κύριας Διαχείρισης κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ως άνω ανώνυμης εταιρείας ειδικού σκοπού, η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της «………», ζητά να γίνει δεκτή η εκούσια αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» απορριφθεί στο σύνολό της η από 3-6-2015 και με αρ. καταθ. δικογράφου 133/2015 ανακοπή, να επικυρωθεί η υπ ‘αρ 108/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου και η παρά πόδας αυτής από 6-5-2015 επιταγή προς πληρωμή και να καταδικαστεί ο ανακόπτων στη δικαστική της δαπάνη. Η ανωτέρω αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρ. 81, 83 ΚΠολΔ), το οποίο είναι καθ ‘ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρ. 31 παρ. 1 ΚΠολΔ) με την αυτή ως άνω διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (άρθρ. 591 παρ.2 ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη (άρθρ. 80,83 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες σκέψεις. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, εφόσον καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη της συζήτησης. Σημειώνεται ότι η αιτούσα αναγκαία ομόδικος, καθ ‘ ης η ανακοπή, σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα στη μείζονα πρόταση στην αρχή της παρούσας, αντιπροσωπεύεται από την παριστάμενη αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και συνεπώς δικάζεται αντιμωλία.

Τόσο από το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς (άρθ. 8 παρ.6 του ν.1083/1980 και υπ’ αριθμ. 289/1980 απόφασης της νομισματικής επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομικό καθεστώς Ν. 2601/1998 άρθρ. 12, 2789/2000 άρθρ. 30, 2789/2000 άρθρ. 47/2912/2001 άρθρ. 42 και 3259/2004 άρθρ. 39), ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερούμενων τόκων και μόνον και όχι των φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών και εξόδων. Κάθε αντίθετη σύμβαση είναι αντίθετη στις παραπάνω διατάξεις και ελέγχεται κατά τα άρθρα 174, 178 και 178 ΑΚ (ΑΠ 1782/2002 Ελ.Δ 2002/1430, Εφ.Λαμ. 124/2007 Αρμ. 2009, 1190, Ειρ.Αθ. 3154/2010 ΤΝΠΣΑ, Ειρ.Αθ. 3626/2012 ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιαστικών προϋποθέσεων με τη συνδρομή ή μη των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής είναι αφενός η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη σχέση και αφετέρου η απαίτηση αυτή καθώς και το ποσό της να αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Εάν η αίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Με την έννοια αυτή είναι νομικώς αδιάφορη η ύπαρξη της απαιτήσεως και η δυνατότητα αποδείξεώς της με άλλα αποδεικτικά μέσα, διαφορετικά εκείνων στα οποία στηρίχθηκε η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Συνεπώς, με τη νομική αυτή παραδοχή και η απόφαση που δέχεται την ανακοπή, επειδή δεν συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης αποδείξεως της απαιτήσεως προς έκδοση διαταγής πληρωμής, δημιουργεί δεδικασμένο που περιορίζεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα του κύρους και της ισχύος ή μη της διαταγής πληρωμής και δεν εκτείνεται στην ύπαρξη και το μέγεθος της απαιτήσεως (Εφ. Πειρ. 1108/2001 ΔΕΕ 2003,72).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο ανακόπτων ζητά την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής για τον λόγο ότι αυτή εκδόθηκε χωρίς να προκύπτει το αιτούμενο από την καθ ‘ ης ποσό από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων που προσκομίσθηκαν από την καθ’ ης, καθόσον περιέχονται σε αυτά ποσά από ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, γεγονός που επιβάρυνε τον ανακόπτοντα με τόκους υπεράνω των νομίμων, τα οποία επί μέρους ποσά είναι άκυρα, με αποτέλεσμα το μη εκκαθαρισμένο της απαίτησης της καθ ‘ ης, λόγω της ακυρότητας των επιμέρους ποσών, των οποίων δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός. Ο λόγος αυτός της ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος ερειδόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα πρόταση και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από το σύνολο των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, εκ των οποίων ουδέν παραλείφθηκε για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης υπόθεσης και την εν γένει διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ ‘ης η ανακοπή τραπεζική ανώνυμη εταιρεία, επέδωσε στον ανακόπτοντα αντίγραφο του Α’ απογράφου εκτελεστού της ανακοπτόμενης υπ ‘ αριθμ. 108/2015 διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδίκη του Δικαστηρίου, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει ο ανακόπτων στην καθ’ ης το ποσό των 12.658,25 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Η εν λόγω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση την υπ’ αριθμ. 369005707 και από 27-9-2007 σύμβαση, με την οποία χορηγήθηκε από την καθ’ ης δάνειο ποσού 28.000 ευρώ. Η καθ ‘ης, λόγω μη κανονικής εξυπηρέτησης του δανείου από τον ανακόπτοντα κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου και προέβη σε οριστικό κλείσιμο του τηρηθέντα στα πλαίσια αυτής λογαριασμού, η δε καταγγελία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα όπως προκύπτει από την υπ ‘ αριθμ. 6173 Δ΄/20-1-2015 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Γιαννούλας Λούκα Βιεννά. Από την επισκόπηση της εν λόγω σύμβασης και των προσαγόμενων εγγράφων, αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης κατά τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης χρέωνε τον ανακόπτοντα με παράνομους ανατοκισμούς της εισφοράς του Ν. 128/1975. Επομένως, από το ποσό της απαίτησης για το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, δεν προκύπτει το σύνολο της οφειλής, λόγω της ακυρότητας των επί μέρους ποσών της εισφοράς του ν. 128/75, η οποία ακυρότητα, επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαιτήσεως, αφού στα προσκομιζόμενα αντίγραφα της κίνησης λογαριασμών δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, λόγω του είδους της εγγραφής με αποτέλεσμα την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ ‘ ης.

Επομένως, κρινόμενου του σχετικού λόγου της ανακοπής ως βάσιμου και από ουσιαστική πλευρά, παρελκούσης της εξέτασης των υπολοίπων λόγων της ανακοπής, οι οποίοι κατατείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, πρέπει η ανακοπή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να ακυρωθεί η υπ ‘ αριθμ. 108/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου και να απορριφθεί η συνεκδικαζόμενη αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν λόγω της δυσχέρειας του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε (άρθρ. 179 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την προσήκουσα διαδικασία των διαφορών από πιστωτικών τίτλων την υπ ‘αριθμ. καταθ. 133/2015 ανακοπή και την υπ ‘αριθμ. καταθ. 790/5/2018 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ ‘αριθμ. καταθ. …/…/2018 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την υπ ‘ αριθμ. καταθ. 133/2015 ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ ‘ αριθμ. 108/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νέας Ιωνίας.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στο ακροατήριο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στη Νέα Ιωνία στις 31-10-2018.