ΑΠ 841/2019 (Στ΄ Ποιν. Τμ.) | «τρίτοι» οι δικαστικοί λειτουργοί, οι επιμελητές και οι γραμματείς

 

Αριθμός 841/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Σταματική Μιχαλέτου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γρηγορίου Πεπόνη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της ΒΤ3837-3901/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1. Θ. Μ. του Ε., κάτοικο …, που δεν παρέστη και 2. Τ. Κ. του Ι., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Νικόλαο Πατεράκη και Αναστάσιο Μέρμηγκα και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Μ. του Α., κάτοικο …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ιωαννίδη.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 10/27-2-2019 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 319/2019.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 §2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή, μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευσή τους αν αυτές είναι πρωτοβάθμιες. Η αρμοδιότητα αυτή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έχει διατηρηθεί παράλληλα με αυτή που ορίζει το άρθρο 473 § 3 του ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία: “Στο ειδικό αυτό βιβλίο καταχωρούνται καθαρογραμμένες και οι αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, που, όπως απαγγέλθηκαν προσβάλλονται με έφεση, εφόσον το ζητήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώρηση αυτή, η οποία γίνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης.” Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκεί αναίρεση και κατά αθωωτικών αποφάσεων πρωτοβαθμίων δικαστηρίων που προσβάλλονται με έφεση, εντός μηνός από την καταχώρησή τους στο ειδικό βιβλίο μετά από δική του πρωτοβουλία, που πρέπει να εκδηλώνεται εντός δύο μηνών από τη δημοσίευσή τους. Σε περίπτωση που η απόφαση καταχωρηθεί στο παραπάνω βιβλίο εντός διμήνου από τη δημοσίευσή της με πρωτοβουλία του Προέδρου του Δικαστηρίου, που την εξέδωσε, τότε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατ’ αυτής εντός προθεσμίας ενός μηνός από την καταχώρηση αυτή. Εξάλλου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης οποιουδήποτε ποινικού Δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 510§1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων είναι η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που προβλέπεται από το άρθρο 510 § 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ. Την προκειμένη περίπτωση με την η υπό κρίση υπ’ αριθμόν 10/27-2-2019 αίτησή του ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Παναγιώτης Μπρακουμάτσος ζητεί την αναίρεση εν μέρει της υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφασης του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 1-2-2019 και με την οποία κηρύχθηκαν αθώοι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι Θ. Μ. και Τ. Κ. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, η δεύτερη αθώα και της αξιόποινης πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο πρώτος τούτων. Επομένως η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στρεφόμενη κατά του κεφαλαίου της προαναφερθείσας απόφασης με το οποίο κηρύχθηκαν αθώοι οι κατηγορούμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, μετά από εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 363 του ΠΚ, που προβλέπεται από το άρθρο 510 § 1 περ. Ε’ του ΚΠΔ και η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, εντός μηνός από την 1-2-2019 (ημερομηνία που καταχωρήθηκε η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων αποφάσεων του εκδώσαντος αυτήν Δικαστηρίου), με εμπρόθεσμη δήλωση του αναιρεσείοντος Αντεισαγγελέα στον αρμόδιο γραμματέα του Αρείου Πάγου και τη σύνταξη της σχετικής, υπ’ αριθμόν 10/27-2-2019 έκθεσης (άρθρα 462, 463, 474, 479 εδ. α, 505§2 εδ.α και 509 του ΚΠΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητα του λόγου της, με την παρουσία της Τ. Κ., δεύτερης των αναιρεσιβλήτων και σαν να ήταν παρών και ο πρώτος τούτων Θ. Μ., ο οποίος αν και, σύμφωνα με τα από 5-3-2019 αποδεικτικά επίδοσης της Σ. Σ., Επιμελήτριας Δικαστηρίων και της Α. Σ. Επιμελήτριας της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με επίδοση στον ίδιο και στην πληρεξουσία δικηγόρο του η υπ’ αριθμόν 319/5-3-2019 κλήση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, με την οποία κλήθηκε για να παραστεί μετά ή δια της συνηγόρου του, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε ούτε παραστάθηκε κατ’ αυτήν όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 515§ 2, εδ. α του ΚΠΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ.Ε του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, κατά την πρώτη των οποίων “όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή” και κατά την δεύτερη “αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών”, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης απαιτείται: 1)ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, 2)το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη, 3)να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ιδία πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Αντίθετα, διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοίνωσης που γίνεται σε άλλον. Ο ισχυρισμός ή η διάδοση επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου. Ως γεγονός δε, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερομένη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια προσάπτεται δε σε ορισμένο πρόσωπο με συνέπεια να επέρχεται εμφανής υποτίμηση της τιμής και της υπόληψης του. Για την υποκειμενική θεμελίωση του συγκεκριμένου εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε πρώτο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων σ’ αυτή κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων ου) και κατά το ενδιαφέρον στην κρινόμενη υπόθεση μέρος, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: “… Ο Ν. Μ. του Θ., ο οποίος απεβίωσε στις 25-4-2012, κάτοικος …, διατηρούσε στο κατάστημα ….. (….) της τράπεζας “…” που φέρει τον διακριτικό τίτλο “…” δύο λογαριασμούς καταθέσεων και συγκεκριμένα (α) τον υπ’ αριθμ. 15…1 λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχο τον ανιψιό του, Θ. Μ. του Ε. και της Α., κάτοικο … και (β) τον υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου με συνδικαιούχο τον επίσης ανιψιό τον Γ. Μ. του Α. και της Ι.. Περαιτέρω, ο αποβιώσας διατηρούσε και δύο λογαριασμούς καταθέσεων προθεσμίας, τύπου “…”, δεκαοκτάμηνης διάρκειας, καθένας από τους οποίους ήταν συνδεδεμένος με τον αντίστοιχο λογαριασμό ταμιευτηρίου, στον οποίο θα πιστωνόταν το ποσό του σε περίπτωση της συμβατικής λήξης της προθεσμίας και συγκεκριμένα, διατηρούσε (α) με συνδικαιούχο τον ανιψιό του Θ. Μ. του Ε. τον υπ’ αριθμ. 1…15 λογαριασμό καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος είχε συνδεθεί με τον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…1 λογαριασμό ταμιευτηρίου που ήταν κοινός μεταξύ τους. ο συγκεκριμένος, δε, λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας είχε .ανοιχθεί την 10-1-2012 με αριθμό ομολογίας ….015 μηνιαία ανανέωση και προσδοκώμενη λήξη τον Ιούλιο του 2013. ανερχόταν δε η εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση στο ποσό των 324.000.00 ευρώ και (β) ατομικώς, τον υπ’ αριθμ. 1…7 λογαριασμό καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος είχε συνδεθεί με τον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου που ήταν κοινός μεταξύ του ίδιου (Ν. Μ.) και του Γ. Μ., ο συγκεκριμένος, δε, λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας είχε ανοιχθεί την 27-1-2011, με αριθμό ομολογίας ….37, μηνιαία ανανέωση και προσδοκώμενη λήξη τον Ιούλιο του 2012, ανερχόταν δε η εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση, επίσης, στο ποσό των 324.000 ευρώ. Στις 19-4-2012 ο Γ. Μ., προσκόμισε στο ανωτέρω κατάστημα της … ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του (συνταχθέντος στην οικία του Ν. Μ.) υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Α. Σ., σύμφωνα με το οποίο, ο αποβιώσας τον είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του, δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα “να εκπροσωπεί τον εντολέα σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί αυτός (ο εντολέας) στην άνω Τράπεζα, ήτοι (α) τον λογαριασμό με αριθμό 1…15 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…1 και (β) τον λογαριασμό με αριθμό 1…7 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…25 και να προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση – ανάληψη αυτών, υπογράφοντας κάθε έγγραφο, εξόφληση ή απόδειξη”. Ο Γ. Μ., προσκόμισε στο ανωτέρω κατάστημα της …, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ….4/18-4-2012 ειδικού (συνταχθέντος στην οικία του Ν. Μ.) πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Α. Σ., σύμφωνα με το οποίο ο τελευταίος τον είχε διορίσει ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του, δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα “να εκπροσωπεί τον εντολέα σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τους τραπεζικούς λογαριασμούς που τηρεί αυτός (ο εντολέας) στην άνω Τράπεζα, ήτοι: 1) Τον λογαριασμό με αριθμό 1…15 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…1 και 2) τον λογαριασμό με αριθμό 1…7 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…25 και να προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση – ανάληψη αυτών, υπογράφοντας κάθε έγγραφο, εξόφληση ή απόδειξη”. Με βάση, δηλαδή, αυτό το ειδικό πληρεξούσιο ο Γ. Μ. απέκτησε δικαίωμα διαχείρισης των ανωτέρω δύο υπ’ αριθμ. 1…15 (με συ\/δικαιούχους τον Ν. Μ. και Θ. Μ.) και 1…7 (με δικαιούχο τον Ν. Μ.) λογαριασμών προθεσμιακής κατάθεσης, την ίδια δε ανωτέρω ημερομηνία της προσκόμισης του στο προαναφερόμενο κατάστημα της … ζήτησε την πρόωρη εξόφληση των λογαριασμών αυτών και τη δημιουργία δύο ισόποσων προθεσμιακών καταθέσεων, κοινών μεταξύ αυτού και του Ν. Μ.. Πράγματι, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ανωτέρω τράπεζας προέβησαν στην προεξόφληση των ανωτέρω δύο προθεσμιακών καταθέσεων και στη δημιουργία δύο νέων, τύπου “…”, δεκαοκτάμηνης διάρκειας, ισόποσων με τις προηγούμενες, με συνδικαιούχους τον Γ. Μ. και τον Ν. Μ. και συγκεκριμένα (α) του υπ’ αριθμ. 1…8 λογαριασμού καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος συνδέθηκε με τον υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου, που ήταν, όπως προαναφέρθηκε, κοινός μεταξύ Ν. Μ. και Γ. Μ., η ανωτέρω δε προθεσμιακή κατάθεση ανερχόταν στο ποσό των 324.000,00 ευρώ, (β) του υπ’ αριθμ. 1…4 λογαριασμού καταθέσεων προθεσμίας, ο οποίος συνδέθηκε με τον υπ’ αριθμ. 1…22 λογαριασμό ταμιευτηρίου, που ήταν κοινός μεταξύ Ν. Μ. και Γ. Μ., η ανωτέρω δε προθεσμιακή κατάθεση ανερχόταν, επίσης, στο ποσό των 324.000,00 ευρώ. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι ο Ν. Μ. απεβίωσε, στις 25-4-2012 σε ηλικία 91 ετών, στις 27-4-2012 δε ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της προαναφερόμενης Τράπεζας και πραγματοποίησε ανάληψη ποσού 110.000,00 ευρώ από τον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό ταμιευτηρίου, κοινό μεταξύ του ίδιου και του αποβιώσαντος θείου του. Την ίδια ημερομηνία (27-4-2012) ο Θ. Μ. μετέβη στο κατάστημα Λευκάδας της Τράπεζας, όπου πληροφορήθηκε ότι η υπ’ αριθμ. 1…15 προθεσμιακή κατάθεση που διατηρούσε με τον θείο του Ν. Μ. είχε προεξοφληθεί στις 19-4-2012 με βάση το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. ….4/18-4-2012 ειδικό πληρεξούσιο, ανέφερε δε στους υπαλλήλους του ανωτέρω τραπεζικού καταστήματος, σύμφωνα με τη μηνυτήρια αναφορά της …, ότι δεν μπορούσε να είχε συμβεί κάτι τέτοιο, επειδή ο θείος του βρισκόταν τότε σε κωματώδη κατάσταση, ο ίδιος δε στη μήνυση του αναφέρει ότι ο θείος του κατά τους τελευταίους έξι μήνες προ του θανάτου του δεν είχε αντίληψη του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν. Στη συνέχεια, στις 30-4-2012, ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της Τράπεζας και εκδήλωσε στη διευθύντρια του (δεύτερη κατηγορουμένη) Τ. Κ., την πρόθεσή του να προεξοφλήσει τις ανωτέρω δύο προθεσμιακές καταθέσεις που είχε δημιουργήσει στο όνομά του και στο όνομα του θείου του, μετέβαλε, όμως, γνώμη και δεν προχώρησε στην προεξόφλησή τους, σε ερώτηση δε της δεύτερης κατηγορουμένης για την υγεία του θείου του απάντησε “τι να σας πω κ. Κ., την βγάζει δεν την βγάζει”, αποκρύπτοντας και τότε ότι ο θείος του είχε αποβιώσει στις 25-4-2012 όπως επίσης αναφέρει στη μηνυτήρια αναφορά της η …. Ακολούθως, ο Γ. Μ. μετέβη εκ νέου, στις 2-5-2012, στο ίδιο κατάστημα της Τράπεζας και ζήτησε την προεξόφληση των ανωτέρω δύο προθεσμιακών καταθέσεων, όπως και έγινε και πιστώθηκε με το προϊόν τους, δηλαδή με το συνολικό ποσό των 648.000,00 ευρώ, ο ανωτέρω υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμός ταμιευτηρίου. Στη συνέχεια, την ίδια ημερομηνία (2-5-2012) ο Γ. Μ. μετέβη στο κατάστημα …. της … και ζήτησε την ανάληψη του ποσού των 648.000,00 ευρώ από τον υπ’ αριθμ. 15…5 λογαριασμό, γεγονός για το οποίο οι υπάλληλοι του τραπεζικού αυτού καταστήματος ενημέρωσαν τους συναδέλφους τους του καταστήματος …., σε ερωτήσεις των οποίων ο Γ. Μ. απάντησε τηλεφωνικά ότι ο θείος του Ν. Μ., απεβίωσε στις 25-4-2012. Κατόπιν των ανωτέρω, το κατάστημα …. αρνήθηκε την άμεση πραγματοποίηση της αιτηθείσας από τον Γ. Μ. συναλλαγής, στη συνέχεια δε, δέσμευσε τον ανωτέρω λογαριασμό μέχρι τον έλεγχο των νομιμοποιητικών εγγράφων που αυτός είχε προσκομίσει. (ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την από 4-5-2012 υπεύθυνη δήλωση, που κατέθεσε ο Γ. Μ. στην Τράπεζα, ανέφερε ότι ο αποβιώσας θείος του είχε πλήρη διαύγεια, αντίληψη και πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, καθόσον ουδέποτε έπασχε από οποιαδήποτε σωματική νόσο και ουδέποτε από οποιαδήποτε μορφή πνευματικής νόσου). Περαιτέρω η … ζήτησε από τη δικαστική γραφολόγο Β. Σ. να φωτοτυπήσει. εξετάσει και επισκοπήσει τις υπογραφές του Ν. Μ. που είχαν τεθεί επί του πρωτοτύπου του ανωτέρω συνταχθέντος από τη Συμβολαιογράφο Α. Σ. υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου σε σύγκριση με άλλες υπογραφές που είχε θέσει σε άλλα έγγραφα και τις τεθείσες υπογραφές του επί του υπ’ αριθ. …70/18-5-2011 προγενέστερου πληρεξουσίου, επίσης συνταχθέντος από την προαναφερομένη συμβολαιογράφο, η οποία χορήγησε στην ανωτέρω Τράπεζα ακριβή αντίγραφα των συμβολαιογραφικών εγγράφων μετά την υπ’ αριθμ. πρωτ. …255/9-5-2012 εισαγγελική παραγγελία. Η ανωτέρω δικαστική γραφολόγος στο από 11-5-2012 ενημερωτικό σημείωμα της ανέφερε ότι: “Οι υπό έλεγχο υπογραφές που ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. …04/18-4-2012 πληρεξούσιο της Συμβ/φου Α. Β. Σ., συγκρινόμενες με τις υπογραφές του Ν. Μ. του Θ., οι οποίες ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. …70/18-5-2011 πληρεξούσιο της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, καθώς και στα από 9-2-2011 αποδεικτικό μεταφοράς ποσού, 9-2-2011 αποδεικτικό εξόφλησης λογαριασμού καταθέσεων και από 9-2-2011 επίσης αποδεικτικό καταθέσεως, δεν εμφανίζουν γραφολογική σύνδεση. Δεν φέρουν κατάλοιπα γραφολογικά στοιχεία του υπογραφικού τύπου και των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του γραφικού εθισμού των παραπάνω γνησίων υπογραφών του Ν. Μ.. Προφανώς οι υπό έλεγχο υπογραφές έχουν προέλθει με τη συγκράτηση της χειρός του Ν. Μ. υπό αγνώστου προσώπου”. Στη συνέχεια η …, προκειμένου οι υπογραφές του Ν. Μ. επί του υπ’ αριθμ. …04/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου να εξετασθούν σε σύγκριση και με άλλες υπογραφές του, ζήτησε από την ίδια ανωτέρω δικαστική γραφολόγο να φωτοτυπήσει, εξετάσει και επισκοπήσει τις υπογραφές του που είχαν τεθεί επί του υπ’ αριθμ. …1/12-1 -2012 πληρεξουσίου, επίσης συνταχθέντος από την Α. Σ., η οποία χορήγησε στην ανωτέρω Τράπεζα ακριβές αντίγραφο του μετά την υπ’ αριθμ. πρωτ. …9/7-5-2012 εισαγγελική παραγγελία, η δε δικαστική γραφολόγος στο από 17-5-2012 συμπληρωματικό σημείωμα της ανέφερε τα ακόλουθα: “Σε συνέχεια του από 11-5-2012 ενημερωτικού σημειώματος μου προσθέτω και τα εξής: Σήμερα, 17-5-2012, κατόπιν σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, μετέβην στο γραφείο της Συμβ/φου κ. Α. Σ. και εξέτασα και φωτογράφισα από το πρωτότυπο υπ’ αριθμ. 771/12-1-2012 πληρεξουσίου της εν λόγω Συμβολαιογράφου τις υπογραφές του Ν. Μ. τις οποίες συνέκρινα με τις αντίστοιχες που ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. ..4/18-4-2012 πληρεξούσιο της αυτής Συμβολαιογράφου, καθώς και εκείνες που ετέθησαν στο υπ’ αριθμ. ….0/18-5-2011 πληρεξούσιο, ωσαύτως της αυτής Συμβολαιογράφου. Η εκτίμησή μου είναι ότι οι υπογραφές του ….1/2012 πληρεξουσίου εμφανίζουν μειωμένη γραφική ικανότητα σε σχέση με τις τεθείσες στο προηγούμενο 670/2011 πληρεξούσιο, είναι όμως γνήσιες υπογραφές του Ν. Μ.. Συγκρινόμενες όμως οι υπογραφές του ….1/2012 πληρεξουσίου με τις αντίστοιχες του …4/2012 πληρεξουσίου, οι τελευταίες (πληρεξουσίου ….4/2012) δεν εμφανίζουν ούτε τη γραφική ικανότητα των υπογραφών του πληρεξουσίου …1/2012 και ούτε φέρουν στοιχεία κατάλοιπα του γραφικού του εθισμού. Οι υπό έλεγχο υπογραφές (πληρεξούσιο …4/18-4-2012) δεν έχουν γραφολογική σύνδεση με τις γνήσιες υπογραφές του παραπάνω πληρεξουσίου (…1/2012) ούτε και του προηγουμένου (670/2011). Περαίνοντας, σημειώνω ότι, ως εκθέτω και στο προηγούμενο σημείωμα από 11 -5-2012, οι υπό έλεγχο υπογραφές, με μεγάλη πιθανότητα, έχουν προέλθει δια της συγκράτησης της χειρός του Ν. Μ. υπό αγνώστου προσώπου”. Πλην της ανωτέρω γραφολόγου, γραφολογική εξέταση των υπογραφών του Ν. Μ. στο επίδικο υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικό πληρεξούσιο διενήργησαν η δικηγόρος – ειδική δικαστική γραφολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα του Πανεπιστημίου … στον Τομέα των Ποινικών Επιστημών, Μ. – Μ. Κ., κατόπιν εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταγγέλλοντος Θ. Μ., καθώς και η δικαστική γραφολόγος και επιστημονική συνεργάτιδα στον Τομέα Εγκληματολογίας του …. Πανεπιστημίου, Χ. Τ., κατόπιν εντολής του Γ. Μ., στις δε από 30-10-2012 και από 8-10-2012, αντιστοίχως, εκθέσεις γραφολογικής γνωμοδότησης τους διαλαμβάνουν μεταξύ των άλλων: α) η πρώτη ότι “..Οι υπό έλεγχο υπογραφές ως “Ν. Μ.”, οι οποίες φέρονται στις σελ. 2 και 3 του υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου (συνταχθέντος στην οικία του 91ετούς Ν. Μ., επτά (7) ημέρες πριν από το θάνατο αυτού) έχουν πράγματι τεθεί με το χέρι του Ν. Μ. υπό συνθήκες όμως, οι οποίες δημιουργούν εύλογη αμφιβολία για την ομαλή συνεργασία των λειτουργιών του εγκεφάλου του (ήτοι, της μνήμης, της αντίληψης, της κρίσεως και του συνειρμού των ιδεών), οι οποίες απαιτούνται να συνυπάρχουν για τη χάραξη των ειθισμένων γραφικών κινήσεων του γράφοντα μέσα στο διατιθέμενο γραφικό χώρο. Οι υπό έλεγχο δηλ. υπογραφές ως “Ν. Μ.”, όπως φέρονται διασπασμένες με λανθασμένους συλλαβισμούς στις σελ. 2 & 3 του υπ’ αριθμ. ….4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου, δεν είναι πραγματικές υπογραφές του Ν. Μ., αλλά ό,τι έχει απομείνει από αυτές στη μνήμη του, αποδεικνύοντας έτσι, την αδυναμία αυτού να υπογράφει σύμφωνους με τις ειθισμένες γραφικές του κινήσεις. Οι εν λόγω δηλ. γραφικές χαράξεις…αποκαλύπτουν και την αδυναμία προσανατολισμού αυτού, καθώς και συνεργασίας του νευρομυϊκού του συστήματος με τις λειτουργίες του εγκεφάλου του…ενώ η μνήμη του έχει υποστεί σοβαρό πρόβλημα, διασπώντας την ενότητα της συνεργασίας εγκεφάλου και νευρομυϊκού συστήματος αυτού και προκαλώντας εύλογα ερωτήματα για το βαθμό της συνειδησιακής του κατάστασης,. .Δημιουργώντας συνεπώς, εύλογη αμφιβολία για το εάν και κατά πόσο, κατά το χρόνο αυτό, ο Ν. Μ. ήταν σε θέση αντίληψης και συνείδησης, τόσο ότι έθετε την υπογραφή του επί πληρεξουσίου εγγράφου, όσο και κατανοήσεως του περιεχομένου του…Το ως άνω συμπέρασμα εδράζεται επί γραφολογικών ευρημάτων και των αντιστοίχων επ’ αυτών πορισμάτων.

Συνεπώς, χρήζει επιβεβαίωσης μέσω αντίστοιχης εξέτασης του υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 Ειδικού Πληρεξουσίου από ειδικό ψυχίατρο, σε σχέση και με τα διατιθέμενα προγενέστερα προς αντιπαραβολή έγγραφα, φέροντα τις συνήθεις υπογραφές και γραφή του Ν. Μ.”, β) η δεύτερη ότι “…1.- α) Οι υπό έλεγχο υπογραφές του Ν. Μ. στα υπ’ αρ. ..0/18-5-2011 και ..1/12-1-2012 Ειδικά Πληρεξούσια έχουν τα γραφολογικά χαρακτηριστικά των προγενέστερων γνήσιων υπογραφών του ανωτέρω (των ετών 2005 -2010), με μικρή διαφοροποίηση ως προς τη γραφική ικανότητα και συνεπώς προέρχονται από τον ίδιο. ήτοι τον Ν. Μ.. β) Οι υπό έλεγχο υπογραφές του Ν. Μ. στο υπ’ αρ. ..4/18-4-2012 Ειδικό Πληρεξούσιο διαφέρουν μορφολογικά τουλάχιστον από τις προγενέστερες γνήσιες υπογραφές του ανωτέρω, ενώ ομοιάζουν στα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ειδικότερα, η υπογραφή της 2ης σελίδας φαίνεται να περιλαμβάνει τα κεφαλαία “….” (προφανώς από το επώνυμο Μ.) και την αποληκτική κίνηση, ενώ η υπογραφή της 3ης σελίδας έχει ευδιάκριτα τα γράμματα “…” (προφανώς από το όνομα Ν.). Η άποψη μου είναι ότι και οι δύο αυτές υπογραφές προέρχονται από τον Ν. Μ.. Η μειωμένη γραφική ικανότητα που παρατηρείται στις υπό έλεγχο υπογραφές, προφανώς οφείλεται στη μεγάλη ηλικία του Ν. Μ. ή και στις ειδικές συνθήκες χάραξης κατά τη στιγμή της υπογραφής, ήτοι σε χρόνο ασθένειας ή κλινήρης ή χωρίς σταθερό υποστήριγμα του χαρτιού κλπ. 2.- Η πνευματική διαύγεια του Ν. Μ. κατά το χρόνο που έθεσε τις υπό έλεγχο υπογραφές δεν μπορεί να διαπιστωθεί γραφολογικά γιατί πρόκειται μόνο για υπογραφές. Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να γίνει από ιατρό (νευρολόγο – ψυχίατρο) και όταν ο Ν. Μ.ς ήταν εν ζωή”. Από την αξιολογική εκτίμηση των ανωτέρω αναφερομένων στα ενημερωτικά σημειώματα της δικαστικής γραφολόγου Β. Σ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής της καταγγέλλουσας …) και στις γραφολογικές γνωμοδοτήσεις των δικαστικών γραφολόγων Μ. – Μ. Κ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής της πληρεξούσιας δικηγόρου του καταγγέλλοντος Θ. Μ.) και Χ. Τ. (ενεργήσασας κατόπιν εντολής του Γ. Μ.) είναι προφανές ότι δεν είναι δυνατή η εξαγωγή ασφαλούς δικανικής κρίσης περί της γνησιότητας ή μη των υπογραφών του Ν. Μ. επί του υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου, αφού είναι αντιφατικά όχι μόνο τα περιλαμβανόμενα στα δύο ενημερωτικά σημειώματα της πρώτης δικαστικής γραφολόγου και στη γραφολογική γνωμοδότηση της δεύτερης δικαστικής γραφολόγου, αφενός, προς εκείνα της γραφολογικής γνωμοδότησης της τρίτης δικαστικής γραφολόγου, αφετέρου, αλλά είναι αντιφατικά ακόμη και τα συμπεράσματα των ενεργησασών δικαστικών γραφολόγων κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, αφού η μεν πρώτη συμπεραίνει, αρχικά προφανώς” και στη συνέχεια “με μεγάλη πιθανότητα” ότι οι επίδικες υπογραφές έχουν προέλθει με τη συγκράτηση της χειρός του Ν. Μ. από άγνωστο πρόσωπο, η δε δεύτερη συμπεραίνει ότι οι υπογραφές αυτές έχουν πράγματι τεθεί με το χέρι του Ν. Μ. αλλά δεν είναι πραγματικές, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες τέθηκαν, επισημαίνοντας ότι το συμπέρασμα της χρήζει επιβεβαίωσης μετά από εξέταση του επιδίκου πληρεξουσίου από ειδικό ψυχίατρο. Σημειώνεται, πάντως ότι σε κανένα από τα συμπεράσματα και των τριών δικαστικών γραφολόγων δεν βρίσκει έρεισμα η μία εκ των απαγγελθεισών σε βάρος του Γ. Μ. κατηγοριών και συγκεκριμένα, εκείνη της πλαστογραφίας υπό την προεκτεθείσα κακουργηματική μορφή της, σύμφωνα με την οποία αυτός “έθεσε κατ’ απομίμηση την υπογραφή του Ν. Μ.” επί του επιδίκου πληρεξουσίου. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο αποβιώσας στις 25-4-2012 Ν. Μ. με το συνταχθέν στην οικία του υπ’ αριθμ. …0/18-5-2011 ειδικό πληρεξούσιο, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται από κανένα (μάλιστα αποτέλεσε συγκριτικό έγγραφο των ανωτέρω δικαστικών γραφολόγων που διενήργησαν γραφολογική εξέταση του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 πληρεξουσίου κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, … και Θ. Μ.), διόρισε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του τον Γ. Μ., δίνοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε,” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται, μεταξύ των τραπεζικών λογαριασμών που αυτός τηρούσε στην ανωτέρω Τράπεζα, και τον υπ’ αριθμ. 1…1 (ταμιευτηρίου), ήτοι τον λογαριασμό που τηρούσε με συνδικαιούχο τον κατηγορούμενο Θ. Μ. και να προβαίνει σε αναλήψεις οποιουδήποτε χρηματικού ποσού και χωρίς χρονικό περιορισμό από τον λογαριασμό αυτόν. Ήδη, δηλαδή, έντεκα μήνες πριν από τη σύνταξη του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου ο Γ. Μ., με βάση πληρεξούσιο η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, είχε αποκτήσει δικαίωμα διαχείρισης του λογαριασμού ταμιευτηρίου, στον οποίο συνδικαιούχος, πέραν του Ν. Μ., ήταν ο καταγγέλλων εξάδελφος του. Επιπλέον, με το επίσης συνταχθέν από την Α. Σ. στην οικία του Ν. Μ. υπ’ αριθμ. …1/12-1-2012 ειδικό πληρεξούσιο, η γνησιότητα του οποίου επίσης δεν αμφισβητείται από κανένα (μάλιστα και αυτό αποτέλεσε συγκριτικό έγγραφο των ανωτέρω δικαστικών γραφολόγων που διενήργησαν γραφολογική εξέταση του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 πληρεξουσίου κατόπιν εντολής των καταγγελλόντων, … και Θ. Μ.). ο τελευταίος διόρισε ειδικό, πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο του τον Γ. Μ., δίδοντας του την ειδική εντολή, το δικαίωμα και την πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί σε κάθε δοσοληψία με την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Α.Ε.” και σε κάθε υποκατάστημα αυτής και να διαχειρίζεται τον προθεσμιακό λογαριασμό που τηρούσε “με τον αριθμό 1…60 και με αριθμό βιβλιαρίου 1…1” καινά προβαίνει σε πρόωρη εξόφληση – ανάληψη αυτού. Όπως σαφώς προκύπτει, ο αναγραφείς στο εν λόγω πληρεξούσιο αριθμός “1…60” του προθεσμιακού λογαριασμού “με αριθμό βιβλιαρίου 1…1” (συνδεδεμένος, δηλαδή με τον υπ’ αριθμ. 1…1 λογαριασμό ταμιευτηρίου) ήταν εσφαλμένος, εφόσον ο ορθός αριθμός του συγκεκριμένου προθεσμιακού λογαριασμού, σύμφωνα με τα στοιχεία της …, ήταν ο 1…15, τον οποίο τηρούσε ο Ν. Μ. με συνδικαιούχο Θ. Μ., παρίσταται δε ως βάσιμος ο ισχυρισμός του Γ. Μ. περί του ότι αναγράφηκε στο πληρεξούσιο αυτό ο ανωτέρω εσφαλμένος αριθμός του προθεσμιακού λογαριασμού από λάθος της διευθύντριας του καταστήματος …. της προαναφερόμενης Τράπεζας (δεύτερης κατηγορουμένης) Τ. Κ., η οποία τον είχε αναγράψει σε ιδιόγραφο παραδοθέν σ’ αυτόν σημείωμα της, φωτοαντίγραφο του οποίου αυτός προσκόμισε (σε χειρόγραφη σημείωση επί του ανοιγέντος στις 10-1-2012 (δηλαδή πριν από τη σύνταξη του υπ’ αριθμ. ….1/12-1 -2012 πληρεξουσίου) υπ’ αριθμ. 1…15 προθεσμιακού λογαριασμού αναφέρεται ότι “Κατόπιν υπόδειξης του Γ. Μ. η παρούσα προθεσμιακή κατάθεση αντικατέστησε την 1…60 διότι κατά λάθος έγινε προθεσμιακή κατάθεση για 1 μήνα και όχι …. μηνιαία πρόοδο 18μην.”). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σε χρόνο πλέον των τριών μηνών πριν από τη σύνταξη του επιδίκου υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 ειδικού πληρεξουσίου, ο Γ. Μ., με βάση πληρεξούσιο η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητείται, είχε αποκτήσει (κατά τη βούληση του Ν. Μ. και ανεξαρτήτως της αναγραφής στο υπ’ αριθμ. …1/12- 1-2012 πληρεξούσιο εσφαλμένου αριθμού του προθεσμιακού λογαριασμού) δικαίωμα διαχείρισης και του προθεσμιακού λογαριασμού στον οποίο συνδικαιούχος, πέραν του Ν. Μ., ήταν και ο πρώτος κατηγορούμενος. Κατόπιν αυτών, κρίνεται εύλογος ο ισχυρισμός του Γ. Μ. ότι το υπ’ αριθμ. …4/18-4-2012 επίδικο πληρεξούσιο συνετάγη προς άρση της διαπιστωθείσας ανωτέρω αταξίας του υπ’ αριθμ. …1/12-1- 2012 πληρεξουσίου, αφού δεν ήταν δυνατή η εκ των υστέρων διόρθωση με αναγραφή σε παραπομπή του αριθμού του προθεσμιακού λογαριασμού από τη Συμβολαιογράφο, όπως ζητήθηκε από αυτήν από την δεύτερη κατηγορουμένη. Σύμφωνα, περαιτέρω, με τη μηνυτήρια αναφορά της … ο κατηγορούμενος Θ. Μ., κατά τη μετάβαση του στο κατάστημα … της Τράπεζας, στις 27-4-2012, ανέφερε ότι ο θείος του, Ν. Μ., βρισκόταν, στις 19-4-2012, σε κωματώδη κατάσταση, ο ίδιος δε στη μήνυση του αναφέρει ότι ο θείος του κατά τους τελευταίους έξι μήνες προ του θανάτου του δεν είχε αντίληψη του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν. Η “κωματώδης”, ωστόσο, κατάσταση του Ν. Μ. (ο οποίος, σύμφωνα με τη συνημμένη στη δικογραφία ληξιαρχική πράξη θανάτου του, απεβίωσε συνεπεία καρδιακής ανακοπής, καρδιακής ανεπάρκειας και προχωρημένου γήρατος) και η ανωτέρω έλλειψη αντίληψης του δεν προκύπτουν από οποιοδήποτε ιατρικό έγγραφο. Και τούτο διότι, όπως αναφέρει ο Γ. Μ. και αποδέχεται η καταγγέλλουσα … (βλ. σχετ. τις από 11-11-2015 προτάσεις της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά τη συζήτηση των από 26-9-2012 και 18-3-2013 αγωγών του Γ. Μ. εναντίον της), την 9-1-2012 δύο υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας μετέβησαν και συνάντησαν στην οικία του τον Ν. Μ. και δεν διαπίστωσαν οτιδήποτε είτε για “κωματώδη κατάσταση” του είτε για έλλειψη του “αντίληψης του χώρου, του χρόνου και των προσώπων που τον περιέβαλλαν”, αφού στη συνέχεια, δεν ανέφεραν αρμοδίως στην ανωτέρω Τράπεζα οτιδήποτε σχετικό. Επιπλέον, η ανωτέρω αμφισβήτηση επιρρωνύεται και από το γεγονός ότι την 12-1-2012 συντάχθηκε το προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. …1/2012 ειδικό πληρεξούσιο, για την εγκυρότητα του οποίου ουδεμία ένσταση προβλήθηκε. Πέραν αυτών, ο Γ. Μ. υποστηρίζει ότι υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας μετέβησαν στην οικία του Ν. Μ. και στις 26-3-2012 στα πλαίσια της διαδικασίας καταγραφής του ως συνταξιούχου, γεγονός το οποίο αρνείται η Τράπεζα, για την απόδειξη, όμως, αυτού του ισχυρισμού του ο Γ. Μ. προσκόμισε αντίγραφα σχετικών εγγράφων και συγκεκριμένα (α) αντίγραφο του από 14-2-2012 εγγράφου της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Ν. Μ. περί της “υποχρεωτικής φυσικής παρουσίας των συνταξιούχων στις Τράπεζες”, (β) αντίγραφο του υπ’ αριθμ. ….29/15-7-2015 εγγράφου της Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων προς τον ίδιο, στο οποίο αναφέρεται ότι η καταγραφή του στρατιωτικού συνταξιούχου Ν. Μ. διενεργήθηκε την 26-3-2012, (γ) αντίγραφο εγγράφου της … για τη “ΦΥΣΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΥ”, στο οποίο αναγράφεται για τον Ν. Μ. “Ημερομηνία φυσικής παρουσίας: 26/3/2012”. Κατά συνέπεια των ανωτέρω είτε μετέβησαν υπάλληλοι της ανωτέρω Τράπεζας στην οικία του Ν. Μ. για την καταγραφή του ως συνταξιούχου είτε μετέβη ο ίδιος στο κατάστημα της για τον λόγο αυτό (πράγμα που δεν παρίσταται ως πιθανό, εφόσον ήδη την 9-1-2012 είχαν μεταβεί υπάλληλοι της Τράπεζας στην οικία του, επειδή εμφάνιζε προβλήματα κινητικότητας στα πόδια, όπως αναφέρει και η Τράπεζα στις προαναφερόμενες προτάσεις της), γεγονός είναι ότι και στις 26-3-2012 υπήρξε επαφή του Ν. Μ. με υπαλλήλους της Τράπεζας, οι οποίοι δεν προκύπτει ότι έθεσαν υπόψη της Τράπεζας οτιδήποτε για διαπιστωθείσα έκπτωση ή μείωση των πνευματικών του λειτουργιών. Οι αιτιάσεις του πρώτου κατηγορουμένου περί της πνευματικής αδυναμίας του Ν. Μ. δεν τεκμηριώνονται σε κάποια ιατρική πιστοποίηση (αρμοδίου κατά ειδικότητα) ιατρού, ενώ σημειώνεται ότι ο Γ. Μ. προσκόμισε φωτοαντίγραφο της από 29-5-2012 βεβαίωσης του ιατρού παθολόγου Σ. Π. (θεράποντος ιατρού του Ν. Μ., αποβιώσαντος στις 25-4-2013), σύμφωνα με την οποία ο Ν. Μ. έπασχε από στεφανιαία νόσο καρδιακή ανεπάρκεια και από καμία άλλη χρόνια νόσο. Κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχθηκε η αναλήθεια του περιεχομένου της από 29-8-2012 μήνυσης που υπέβαλε ο πρώτος κατηγορούμενος σε βάρος του Γ. Μ., ο μηνυτής δε τελώντας σε γνώσει της αναλήθειας αυτής υπέβαλε την εν λόγω μήνυση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι αυτήν. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο. Όσον αφορά δε τη δεύτερη κατηγορουμένη, λεκτά τ’ ακόλουθα: Η δεύτερη κατηγορουμένη ενήργησε εν προκειμένω σύμφωνα με το πρωτόκολλο ενεργειών που προβλέπεται από την Τράπεζα, στην οποία εργάζεται. Κατόπιν των ανωτέρω ισχυρισμών των Θ. Μ. ενώπιον της αρμοδίας υπαλλήλου του Καταστήματος …., Σ. Λ., στις 27.4.2012, αλλά και των από 11.5.2012 και 17.5.2012 ενημερωτικών σημειωμάτων της δικαστικής γραφολόγου Β. Σ., η οποία ενήργησε κατόπιν δύο (2) εισαγγελικών παραγγελιών, η δεύτερη κατηγορουμένη εύλογα ενημέρωσε τις αρμόδιες υπηρεσίες της τράπεζας, προκειμένου να την κατευθύνουν σχετικά (ας σημειωθεί ότι η δεύτερη κατηγορουμένη σε καμία περίπτωση δεν θα ηδύνατο να γνωρίζει την κατάσταση των πνευματικών λειτουργιών του Ν. Μ. στις 18-4-2012, ημερομηνία κοτά την οποία συντάχθηκε το υπ’ αριθ. …4/18-4-2012 πληρεξούσιο). Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τα με ημερομηνία 3-5-2012 και 8-5-2012 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που απέστειλε στη Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών της …, η δεύτερη κατηγορουμένη ενημέρωσε ενδελεχώς τους αρμόδιους υπαλλήλους περί των εγγράφων που της προσκόμισε ο Γ. Μ., παρακαλώντας ταυτόχρονα (αφού θεωρήσουν το θέμα ως “ιδιαίτερα επείγον”) “για την απόλυτη προτεραιότητα εξέταση της περίπτωσης των λογαριασμών του εκλιπόντος Μ. Ν., προκειμένου να μας δώσετε οδηγίες για τον χειρισμό της υπόθεσης”. Το περιεχόμενο, εξάλλου, της από 11-6-2012 μηνυτήριας αναφοράς συντάχθηκε εξ ολοκλήρου από τις νομικές υπηρεσίες της … (η δεύτερη κατηγορουμένη απλά την υπέγραψε ως νόμιμος εκπρόσωπος της τράπεζας), οι οποίες έκριναν ότι τα ανωτέρω γεγονότα έπρεπε να γνωστοποιηθούν στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές, για τη διερεύνηση τέλεσης τυχόν εγκληματικών πράξεων. Κατόπιν των ανωτέρω, η δεύτερη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξης της ψευδούς καταμήνυσης, δεδομένου ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε την απαιτούμενη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος μορφή δόλου. Όσον αφορά δε την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης (που σχετίζεται με την από μέρους των κατηγορουμένων υποβολή των μηνυτήριων αναφορών στον αρμόδιο Εισαγγελέα), οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι, καθόσον, σύμφωνα με την άποψη που και το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί ως ορθότερη, δεν δύναται να θεωρηθεί “τρίτος” των οικείων ποινικών διατάξεων (άρθρα 362, 363 ΠΚ) πρόσωπο θεσμικά (δικονομικά) εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει μηνύσεις, καταγγελίες κλπ. Τα πρόσωπα αυτά, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους αποβάλλουν την προσωπική τους ταυτότητα και εξυπηρετούν αποκλειστικά τον ανατιθέμενο σ’ αυτούς θεσμικό τους ρόλο (βλ. την υπ’ αριθ. 373/2016 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών).• Με την ως άνω όμως παραδοχή, την οποία διέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφασής του το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, σχετικά με την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, καθόσον στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διάδοσης (ΑΠ 1013/2018, ΑΠ 1777/2017, ΑΠ 611/2015), ενόψει μάλιστα και του ότι και από την γραμματική ακόμη διατύπωση του κειμένου των διατάξεων των άρθρων 362-363 του ΠΚ συνάγεται ευθέως ότι “τρίτος” είναι κάθε πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των φερόμενων συκοφαντικών ισχυρισμών, αφού δεν γίνεται σ’ αυτές οποιαδήποτε εξαίρεση ή διάκριση για τα όργανα που είναι κατά το νόμο αρμόδια να παραλαμβάνουν μηνύσεις, καταθέσεις, αναφορές κλπ. Επομένως, το ως άνω Δικαστήριο κηρύσσοντας αθώους τους ως άνω κατηγορούμενους και ήδη αναιρεσίβλητους, με βάση την ως άνω παραδοχή, υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ως άνω διατάξεων και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αναίρεσης, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της, που αφορούν την αθώωση των ως άνω κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσίβλητων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 519 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμόν 3837-3901/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ως προς τις διατάξεις της που αφορούν την αθώωση των αναιρεσίβλητων Θ. Μ. του Ε. και Τ. Κ. του Ι. για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμισης.

Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της για νέα κρίση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2019. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ